Γραμματοσειρές με παρελθόν



Κεφαλαιογράμματη γραφή

Tο ελληνικό αλφάβητο υπήρξε για μία τουλάχιστον χιλιετία αμιγώς κεφαλαιογράμματη γραφή. H μικρογράμματη (πεζά) καθιερώθηκε ως επίσημη γραφή από τον 9ο μ.Χ. και ύστερα. Τα κεφαλαία γράμματα περιορίστηκαν μόνο σε τίτλους και διακοσμητικά αρχιγράμματα έως τις αρχές της ιταλικής Αναγέννησης. Η νέα τέχνη της τυπογραφίας σε συνδυασμό με τη ανάγκη των αναγεννησιακών λογίων να μιμηθούν την κλασική αρχαιότητα επανέφερε σε ευρεία χρήση και τα κεφαλαία γράμματα τόσο στη λατινική όσο και στην ελληνική γραφή και τυπογραφία. Παράλληλα η βυζαντινή παράδοση, ιδιαίτερα σε θεολογικά κείμενα, παρέμεινε εν πολλοίς πιστή στα βυζαντινά πρότυπα και διάφορες τέτοιες κεφαλαιογράμματες γραμματοσειρές εμφανίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν έως την περίοδο του Διαφωτισμού. 



Το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο εξελίχτηκε κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου από κεφαλαιογράμματη σε μικρογράμματη γραφή και σταδιακά απόκτησε μια εντυπωσιακή ποικιλία καλλιγραφικών συνδέσμων και συμπλεγμάτων που καθόρισαν σημαντικά τη αισθητική του φυσιογνωμία. Έως τα τέλη του 15ου αιώνα οι Λατίνοι τυπογράφοι που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ελληνικά κείμενα στις εκδόσεις τους απέφευγαν αυτή την περίπλοκη γραφή και χρησιμοποιούσαν γραμματοσειρές με τα εικοσιτέσσερα γράμματα του αλφαβήτου μόνο. Ένα εξαίρετο παράδειγμα είναι αυτή που χρησιμοποιήθηκε για τη στοιχειοθεσία της Καινής Διαθήκης της περίφημης Κομπλουτενσιανής Πολύγλωσσης Βίβλου, την οποία είχε επιμεληθεί ο γνωστός λόγιος της περιόδου, Δημήτριος Δούκας. Τα στοιχεία είχε χαράξει ο Arnaldo Guillén de Brocar και όλη η έκδοση ήταν δημιούργημα του καρδινάλιου Francisco Ximénez στο Πανεπιστήμιο της Αλκαλά (Complutum) της Ισπανἰας. 



Άλδος Μανούτιος (1449 –1515)


 Ο Μανούτιος ήταν Ιταλός ουμανιστής, γνωστός για την εκδοτική του δραστηριότητα στη Βενετία την εποχή της Αναγέννησης. Αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του στην τυπογραφία με την επινόηση των πλάγιων γραμματοσειρών, την καθιέρωση της άνω τελείας στιγμής (semicolon), καθώς και τη μαζική παραγωγή δερματόδετων βιβλίων τσέπης σε προσιτές τιμές. 

Ως κυρίαρχος εκδότης και τυπογράφος την εποχή της ακμής της Αναγέννησης, ο Άλδος εδραίωσε κατ' αρχάς τον σχεδιασμό του βιβλίου —ένα πρωτόκολλο θα λέγαμε — που περιελάμβανε το μέγεθος του χαρτιού, τον σχεδιασμό και τη χρήση συγκεκριμένων γραμματοσειρών, τη μορφολογία της σελίδας καθώς και νέες μεθόδους βιβλιοδεσίας. Οι εκδόσεις του με έργα κλασικών (αρχαία ελληνική φιλολογία) έγιναν περίφημες σε όλη την Ευρώπη.


Claude Garamond (1480-1561)

O Claude Garamont, ήταν ένας Γάλλος εκδότης από το Παρίσι. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους χαράκτες – δημιουργούς τυπογραφικών στοιχείων της εποχής του. Ο Garamond ήρθε στο προσκήνιο το 1541, όταν τρεις από τις ελληνικές γραμματοσειρές του (π.χ. τα περίφημα Ελληνικά του Βασιλέως Grecs du Roi - 1541) χρησιμοποιήθηκαν, με βασιλική διαταγή για την σειρά των βιβλίων του Robert Estienne. Ο Garamond χρησιμοποίησε ως πρότυπο, το γραφικό χαρακτήρα του φημισμένου Έλληνα καλλιγράφου της αυλής του Φραγκίσκου του Α’, του Κρητικού Άγγελου Βεργίκιου καθώς και αυτή του δεκάχρονου μαθητή του , Henri Estienne. Οι γραμματοσειρές αυτές καθόρισαν την ελληνική τυπογραφία τον 16ο αιώνα. 
Σύμφωνα με τον Arthur Tilley, το αποτέλεσμα του βιβλίου ήταν ένα από τα πιο τέλεια δείγματα της τυπογραφίας που υπάρχουν. Λίγο αργότερα, ο Garamond τα δημιούργησε τα τυπογραφικά στοιχεία Roman τα οποία θα πρέπει να θυμούνται οι περισσότεροι και η επιρροή του εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη Γαλλία αλλά και πέρα ​​από αυτήν κατά τη διάρκεια του 1540.
Το 1621, εξήντα χρόνια μετά το θάνατο Garamond του, ο Γάλλος Ζαν Jannon τυπογράφος (1580-1635) δημιούργησε τυπογραφικά στοιχεία με παρόμοια χαρακτηριστικά, αν και ο τονισμός του ήταν πιο ασύμμετρος και είχε μια ελαφρώς διαφορετική κλίση του άξονα. Οι γραμματοσειρές Jannon χάθηκαν για περισσότερο από έναν αιώνα πριν την ανακάλυψη τους στο Εθνικό Τυπογραφείο της Γαλλίας το 1825, όταν είχαν αποδοθεί εσφαλμένα Garamond.






Elzevir 

Elzevir είναι το όνομα μιας περίφημης Ολλανδικής οικογένειας που ασχολήθηκαν με την πώληση, έκδοση και εκτύπωση βιβλίων κατά τον 17ο και αρχές του 18ου αιώνα. Η σειρά "Elzevirs" (μεγέθους χαρτιού duodecimo 17,5Χ20 cm, 24 σελίδων) έγινε διάσημη στους βιβλιόφιλους, οι οποίοι επιδίωκαν να αποκτήσουν κάθε φορά τα πιο νέα αντίγραφα αυτών των μικροσκοπικών βιβλίων. 

Οι ίδιοι δημιούργησαν τα τυπογραφικά στοιχεία Ελζεβίρ που είναι γνωστά στη σύγχρονη τυπογραφία ως Rοmain. Υποστηρίζεται ακόμη ότι για τη δημιουργία τους βοήθησε ο ζωγράφος Van Dyck, χαράζοντας εκ νέου τα γράμματα που είχε δημιουργήσει ο Garamont. Από σχεδιαστική άποψη τα γράμματα αυτά χαρακτηρίζονται από τριγωνικά πέλματα (πατούρες). Τα πέλματα που χαρακτηρίζουν τα λατινικά ανισοπαχή αλφάβητα προέρχονται από τις ρωμαϊκές επιγραφές και τα χειρόγραφα των λογίων του 8ου-12ου αιώνα, όταν διαμορφώθηκε η λατινική γραφή με τη μορφή που έχει σήμερα.
Τα λατινικά Ελζεβίρ είναι οι πιο κομψοί χαρακτήρες και θυμίζουν την καμπυλόγραμμη λατινική γραφή που μένει πιστή στην καλλιγραφία της ιταλικής αναγέννησης. Τα ελληνικά Ελζεβίρ του τέλους του 19ου αιώνα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τα λατινικά, με μόνη τη διαφορά ότι δεν έχουν πέλματα.
Η ελληνική γραφή, κατ' εξοχήν γραμμική, από τις κλασικές επιγραφές ως τα χειρόγραφα του 14ου αιώνα δεν έχει πέλματα. Αυτό το γνώριζαν οι ευρωπαίοι χαράκτες του 19ου αιώνα που σχεδίασαν τα ελληνικά Ελζεβίρ ή τα Didot που θυμίζουν τα λατινικά πλάγια (italiques). 




John Baskerville (1706-1775)

 Ο John Baskerville ασχολήθηκε αργά στη ζωή του με την τυπογραφία, αλλά παρόλα αυτά το έργο του υπήρξε σημαντικό. Δραστήριος επιχειρηματίας και ανήσυχο πνεύμα ωφέλησε την τυπογραφία τόσο σε αισθητικό όσο και σε τεχνολογικό επίπεδο. Πραγματοποίησε πολλές καινοτομίες στην εκτύπωση, την κατασκευή χαρτιού και μελάνης και υπήρξε τελειομανής σε κάθε εγχείρημα που αναλάμβανε. Ασχολήθηκε επισταμένα με τη σχεδίαση τυπογραφικών χαρακτήρων και η λατινική γραμματοσειρά του, με την οποία τύπωσε μία έκδοση του Βιργιλίου το 1757, εντυπωσίασε τους τυπογράφους και το βιβλιόφιλο κοινό σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Αργότερα, ο Baskerville επιχείρησε τον σχεδιασμό ελληνικών χαρακτήρων τα οποία χρησιμοποίησε για τη στοιχειοθεσία της Καινής Διαθήκης το 1763 για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ο σχεδιασμός της γραμματοσειράς ακολουθούσε την απλοποίηση της ελληνικής τυπογραφικής κάσας, αποφεύγοντας τα πολυάριθμα συμπλέγματα, αλλά οι σχετικά στενές αναλογίες των στοιχείων δεν κέρδισαν την αποδοχή του βρετανικού κοινού και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά. Παρόλα αυτά έντονοι απόηχοι της μπορούν να αναγνωριστούν στα ελληνικά στοιχεία του Giambattista Bodoni στην Ιταλία και εμμέσως σε αυτά του Firmin Didot στη Γαλλία. 




Giambattista Bodoni (1740- 1813)

O Giambattista Bodoni υπήρξε ο σημαντικότερος σχεδιαστής τυπογραφικών στοιχείων της Ιταλίας κατά τον 18ο αιώνα. Εργαζόμενος στο στοιχειοχυτήριο του Βατικανού κατά την νεότητά του ήρθε σε επαφή και ασχολήθηκε επισταμένα με όλες τις γλώσσες της ανατολής, για τις οποίες τύπωναν διάφορα βιβλία του καθολικού δόγματος. Όταν αργότερα ίδρυσε το δικό του τυπογραφείο στην Πάρμα, ασχολήθηκε και με τη χάραξη ελληνικών γραμματοσειρών και είχε εκδώσει πολλά βιβλία της κλασσικής φιλολογίας με τις γραμματοσειρές του στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Oι ελληνικοί σχεδιασμοί του Bodoni είναι από τους πρώτους στην ηπειρωτική Ευρώπη που απομακρύνονται ριζικά από το βυζαντινό ιδίωμα και τα πολυάριθμα συμπλέγματα που επικρατούσε στην ελληνική στοιχειοθεσία μέχρι τότε. Tα στοιχεία του, όμως, παρότι επηρέασαν τις μετέπειτα γενιές δεν μακροημέρευσαν και σπάνια απαντώνται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. 



Firmin Didot (1764–1836)

Ο Firmin Didot ήταν Γάλλος τυπογράφος, χαράκτης και δημιουργός γραμματοσειρών. Εφηύρε τον όρο «στερεότυπο», ο οποίος αναφέρεται στην εκτύπωση με την εκτυπωτική πλάκα μετάλλου που δημιουργήθηκε για την συνολική εκτύπωση των σελίδων (σε αντίθεση με τις σελίδες εκτύπωσης με τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία). Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε και από τον ίδιο εκτενώς, φέρνοντας επανάσταση στο εμπόριο του βιβλίου και ειδικά στις φθηνές εκδόσεις. Το τυπογραφείο του ήταν ένας τόπος προσκυνήματος για τους τυπογράφους και εκδότες της εποχής.
Στο πνεύμα του απέριττου ύφους της περιόδου του νεοκλασικισμού ο διάσημος γάλλος τυπογράφος Firmin Didot σχεδίασε μία ελληνική γραμματοσειρά (1805) την οποία χρησιμοποίησε εξαρχής ο Αδαμάντιος Κοραής στο εκδοτικό του πρόγραμμα για τον διαφωτισμό των υπόδουλων Ελλήνων. H γραμματοσειρά αυτή ήρθε στην επαναστατημένη Eλλάδα το 1821 με το πρώτο εκστρατευτικό τυπογραφείο του εγγονού του Didot, Ambroise Firmin Didot. Έκτοτε υπήρξε, παρ’ όλες τις μετέπειτα αισθητικές και τεχνολογικές εξελίξεις, η κυρίαρχη επιλογή των εκδοτών και των τυπογράφων για τη στοιχειοθεσία των ελληνικών εντύπων στον ελλαδικό χώρο έως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. 





Georg Joachim Göschen (1782) 

Ο Georg Joachim Göschen ίδρυσε το 1782 στη Λειψία τον εκδοτικό οίκο G.J. Göschensche Verlagsbuchhandlung και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκδότες των γερμανών συγγραφέων της περιόδου. Ο Göschen έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την τέχνη της τυπογραφίας επηρεασμένος από τις εκδόσεις των G. Bodoni και F. Didot. Από το 1797, μαζί με τον λόγιο Johann Jakob Griesbach, ξεκίνησαν μια έκδοση της Καινής Διαθήκης με χάραξη νέων ελληνικών στοιχείων, για τα οποία σχημάτισε μια επιτροπή λογίων μαζί με τον στοιχειοχαράκτη Johann Prillwitz. Η έκδοση κυκλοφόρησε το 1803 και στα στοιχεία είναι εμφανείς οι επιρροές από τον Bodoni. Χαρακτηρίζονται από το έντονο νεοκλασικό ύφος, την πλάγια κλίση τους, το μεγάλο μέγεθος και την υπερβολικά καλλιγραφική αισθητική τους, ιδιαίτερα στα κεφαλαία. Ο σχεδιασμός και το μέγεθός της δεν επέτρεπε τη χρήση της για κοινές εκδόσεις και δεν είχε παρά έμμεση επιτυχία επηρεάζοντας τα πλάγια στοιχεία της Λειψίας που χαράχτηκαν αργότερα στη Γερμανία.  

Richard Porson (1759-1808)

 Την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα ο εκδοτικός οίκος του Πανεπιστημίου του Cambridge αποφάσισε να χρηματοδοτήσει μια νέα ελληνική γραμματοσειρά. Ζήτησε από τον εξαίρετο φιλόλογο του Πανεπιστημίου και καλλιγράφο Richard Porson να τη σχεδιάσει με βάση τον γραφικό του χαρακτήρα και ανέθεσε τη χάραξή της στον Richard Austin. Η γραμματοσειρά ολοκληρώθηκε το 1808, ένα χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του Porson. Η επιτυχία της ήταν μεγάλη και από τότε η σειρά αυτή χρησιμοποιείται στις περισσότερες εκδόσεις κλασσικών κειμένων στη Βρετανία και στις Η.Π.Α. 





Χαρακτήρες ελληνικοί. Στιγμών 9 [και] 12, προσκλινή

Aπό τα μέσα του 19ου αιώνα μια πλάγια γραμματοσειρά με έντονα καλλιγραφικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού εμφανίστηκε στην ελληνική τυπογραφική σκηνή. Η πηγή της αγνοείται, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι προϊόν γερμανικού ή ιταλικού στοιχειοχυτηρίου. Το «Δοκίμιον των εν Αθήναις κατασκευαζομένων ελληνικών χαρακτήρων εν τῳ χυτηρίῳ Κωνσταντίνου Μηλιάδου», εκδ. Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Κέρκυρα 1850 περιελάμβανε το πρώτο ανώνυμο δείγμα της στην κατηγορία στοιχείων των «11 στιγμών. Ένα ακόμα αχρονολόγητο δειγματολόγιο του Γρ. Π. Δουμά την αναφέρει ως Ελληνικά κυρτά των 11 στιγμών». Για όλο το δεύτερο μισό του αιώνα η γραμματοσειρά χρησιμοποιήθηκε σε πολλές εκδόσεις για έμφαση λέξεων, προτάσεων ή παραθεμάτων. Το 1889, ο υπερπολυτελής Οδηγός του Έλληνος τυπογράφου - Δειγματολόγειον των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδη την περιέχει ως «Χαρακτήρες ελληνικοί. Στιγμών 9 [και] 12, προσκλινή». Παρ᾽ όλα αυτά το υπέρμετρο καλλιγραφικό της ύφος και τα έντονα επικλινή κεφαλαία της δεν επιβίωσαν στις νέες απαιτήσεις της μηχανοποιημένης στοιχειοπαραγωγής του 20ού αιώνα και σταδιακά η γραμματοσειρά έπαψε να κυκλοφορεί.



Μaurice Εduard Pinder (1850)

Μία από τις πλέον ιστορικές ελληνικές γραμματοσειρές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε η Griechische Antiqua, η οποία σχεδιάσθηκε το 1850 από τον Γερμανό Μaurice Εduard Pinder, λόγιο, χαράκτη και εξέχον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου. Η γραμματοσειρά απαντάται κυρίως μεταξύ των ετών 1870 και 1940 σε φιλολογικά περιοδικά του γερμανόφωνου χώρου και σε πάμπολλες κριτικές εκδόσεις αρχαιοελληνικών και βυζαντινών κειμένων των οίκων Teubner (Λειψίας) και Weidmann (Βερολίνου). Μερικές από αυτές: η Ανθολογία των Βυζαντινών μελωδών από τους Wilhelm von Christ και Ματθαίο Παρανίκα (Λειψία 1871), η έκδοση του Επικούρου από τον Heinrich Usener (Epicurea, Λειψία 1887), του Μητροδώρου από τον Alfred Koerte (Λειψία 1890), του Πινδάρου από τον Otto Schroeder (Λειψία 1908), του Αισχύλου από τον U. von Wilamowitz-Moellendorff (Βερολίνο 1910, 1915), του Βακχυλίδη από τον Bruno Snell (Λειψία, 1934), των Εβδομήκοντα από τον Alfred Rahlfs (Στουτγάρδη 1935), του λεξικού του Σουίδα από την Ada Adler (Λειψία 1928-1938), κ.ά. Ο E.J. Kenney θρηνεί την εγκατάλειψη αυτής της γραμματοσειράς μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο ως μία τεράστια «χαμένη ευκαιρία» για την ελληνική τυπογραφία ("From Script to Print," Greek Scripts: An illustrated Introduction, Society for the Promotion of Hellenic Studies, 2001, σελ. 69

Γιάννης Κεφαλληνός (1894–1957)

Ο Γιάννης Κεφαλληνός (1894–1957) υπήρξε ένας από τους δημιουργικότερους χαράκτες της γενιάς του και ο πρώτος που ασχολήθηκε επισταμένα με την τέχνη του βιβλίου και της τυπογραφίας στην Ελλάδα. Ως καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών διαμόρφωσε το πρώτο τυπογραφικό εργαστήριο για τη μελέτη της αισθητικής του εντύπου απ᾽ όπου αποφοίτησαν πολλοί καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με τις γραφικές τέχνες τις δεκαετίες του ᾽60 και ᾽70. Στα τέλη της δεκαετίας του ᾽50 ο Κεφαλληνός σχεδίασε μια μοναδική έκδοση με χαρακτικά που αποτύπωναν εικονογραφήσεις αρχαίων αττικών ληκύθων συνεργασία με Βαρλάμο, Μοντεσάντου και Δαμιανάκη. Στην έκδοση αυτή (Δέκα λευκαί λήκυθοι,1956) ο Κεφαλληνός χρησιμοποίησε μια γραμματοσειρά που είχε σχεδιάσει λίγα χρόνια νωρίτερα και την προόριζε για μια έκδοση των Ειδυλλίων του Θεοκρίτου, η οποία όμως ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Η γραμματοσειρά αυτή με την επιτηδευμένη σχεδίασή της μας μεταφέρει σε αισθητικά πρότυπα αλλοτινών εποχών που είχαν επηρεάσει βαθειά το καλλιτεχνικό έργο του.

Πυρσός (1927-1933)

Η γραμματοσειρά αυτή εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και χρησιμοποιήθηκε για κάποιο διάστημα ως εναλλακτική λύση των πλαγίων της Λειψίας. Η ονομασία της δόθηκε προς τιμήν της μεγάλης 12τομης εγκυκλοπαίδειας Πυρσός (1927-1933) από όπου έγινε και η φωτογράφηση των στοιχείων. Η γραμματοσειρά έχει σχεδιαστεί ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο και διατίθεται από την ΕΕΤΣ για ελεύθερη χρήση.

Πηγές

  • Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων http://www.greekfontsociety.gr
  • Wikipedia 
  • Τάκης Κατσουλίδης «Το σχέδιο του γράμματος» 








Σχόλια

  1. Ποια είναι η πηγή της 3ης εικόνας απο τις 16, αυτής με τη βυζαντινή διακόσμηση με τους δικεφάλους αετούς;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου