Ράστερ. Δύο λεπτομέρειες που ορίζουν το αποτέλεσμα



Η λειτουργία των εικονοθετών βασίζεται στα ημιτονικά ράστερ. Τα ράστερ αυτά μετρούνται, σε γραμμές ανά ίντσα (lines per inch). Η ανάλυση ή η ποιότητα ενός εικονοθέτη ή ενός εκτυπωτή υπολογίζεται σε “κουκκίδες ανά ίντσα” (dpi, dots per inch).
Τα DPI (Dots Per Inch) και τα LPI (Line Per Inch) είναι δύο παράμετροι που ορίζονται κατά τη διαδικασία Postscript. Από αυτές κρίνεται κατά ένα μεγάλο μέρος το αποτέλεσμα μιας εργασίας στην εκτύπωση.
Ο προσδιορισμός των δύο παραμέτρων κρίθηκε απαραίτητος από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η δυνατότητα εκτύπωσης με ράστερς έχει κάποιο περιορισμό. Το πλήθος (οι γραμμές – lines) των ράστερς δεν μπορεί να είναι απεριόριστο σε μια εκτύπωση. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται τόσο στα υλικά που χρησιμοποιούνται όπως το χαρτί, τα μελάνια, οι μηχανές κ.λ.π., όσο και στην αδυναμία του ανθρώπινου ματιού να αντιλαμβάνεται ορισμένα πράγματα.
Όσο αφορά στα υλικά, οι τιμές των DPI και LPI ποικίλουν για παράδειγμα, ανάλογα με τον τύπο του χαρτιού που θα χρησιμοποιηθεί (χαρτί με ειδική επίστρωση, uncoated ή απλό χαρτί γραφής κ.ά). Οι παράμετροι αυτές αλλάζουν ανάλογα και με τον τρόπο εκτύπωσης: 

  • 85 lpi για εφημερίδες 
  • 100 lpi για μεταξοτυπία 
  • 133 lpi για βιβλία καλής ποιότητας 
  • 150 lpi για εκτύπωση offset, υψηλής ποιότητας 



Ανάλυση (Resolution)
Με τον όρο ανάλυση εννοούμε την ποιότητα των εικόνων που αποτελούνται από pixels. Μία ψηφιακή εικόνα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καλής ποιότητας» όταν δεν είναι εμφανή τα pixels της. Εάν η ποιότητά της είναι χαμηλή, τότε τα pixels της θα φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ποιότητα μιας εικόνας εξαρτάται αφενός από τον αριθμό των pixels από τον οποίο αποτελείται, αφετέρου από το μέγεθος αυτών των pixels. Σε ότι αφορά την εκτύπωση υψηλής ανάλυσης εικόνων, εκεί η υψηλή ανάλυση καλό θα ήταν να συνδυάζεται και από εκτυπωτική μηχανή και rip τα οποία να υποστηρίζουν την ανάλυση αυτή. Διαφορετικά το rip θα αναγκαστεί να ακυρώσει την περίσσια πληροφορία. 
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι όσο αφορά στις μονάδες εισόδου (π.χ. scanners) η ανάλυση μιας σκαναρισμένης εικόνας μετριέται σε ppi (pixel per inch), ενώ στις μονάδες εξόδου (π.χ. εκτυπωτές, εικονοθέτης, rip κ.λπ.) η ανάλυση μιας εκτυπωμένης εικόνας μετριέται σε dpi (dots per inch). Στο άρθρο αυτό, όσο αφορά τη διαχείριση των εικόνων, επειδή στόχος είναι η παραγωγή films και ο τρόπος επεξεργασίας τους από τον εικονοθέτη, η βασική αναφορά θα είναι σε DPI (dots per inch).

Τι είναι DPI και LPI; 
Πως χρησιμοποιούνται και ποια είναι η σχέση μεταξύ τους ;



DPI (Dots Per Inch): Κατά τη διαδικασία δημιουργίας και εκτύπωσης μιας δουλειάς, τα DPI χρησιμοποιούνται σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται κατά το σκανάρισμα των εικόνων και καθορίζουν πόσες κουκκίδες ανά ίντσα θα διαβάσει ο σκάνερ και στη δεύτερη περίπτωση περιγράφουν την ανάλυση με την οποία θα τυπώσει ο εικονοθέτης τα ράστερ πάνω στο φιλμ.

LPI (Line Per Inch): Η παράμετρος αυτή χρησιμοποιείται για να ορίσει πόσες γραμμές ράστερ θα τυπώσει ο εικονοθέτης πάνω στο film, ανά ίντσα. Οι γραμμές φαίνονται αν παρατηρήσει κανείς ένα εκτυπωμένο φιλμ. Οι κουκκίδες των ράστερς δε βρίσκονται σε μια τυχαία διασπορά, άλλα έχουν μια αλληλουχία σχηματίζοντας γραμμές.

Οι δύο παράμετροι LPI και DPI λειτουργούν πάντα συνδυαστικά. Συνήθως καθορίζονται και οι δύο κατά τη διαδικασία δημιουργίας Postscript αρχείων. Στη συνέχεια περιγράφεται με ποιον τρόπο οι παράμετροι αυτές επηρεάζουν τόσο την ποιότητα των εικόνων κατά το σκανάρισμα όσο και την εγγραφή του φιλμ στον εικονοθέτη.





DPI και LPI κατά την ψηφιοποίηση εικόνων

Όσο αφορά στην ψηφιοποίηση των εικόνων (κατά το σκανάρισμα) η σχέση μεταξύ των δύο παραμέτρων ακολουθεί ουσιαστικά δύο κύριες τάσεις. Η πρώτη λέει ότι η σχέση μεταξύ των δύο παραμέτρων εκφράζεται με το λόγο 1/2 και η δεύτερη με τον λόγο 1/1,5. Οι λόγοι αυτοί ονομάζονται Quality Factors (QF).
Σύμφωνα, με την πρώτη εκδοχή αν μια εικόνα τυπωθεί στα 150 LPI, τότε πρέπει να σκαναριστεί στα 300dpi. Ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη αν τυπωθεί στα ίδια LPI, πρέπει να σκαναριστεί στα 225 dpi (LPI Χ QF =DPI).
Τελικά, το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρίνει την ορθότητα της κάθε σχέσης.
Οι σχέσεις αυτές δημιουργήθηκαν περισσότερο από την παρατήρηση και τις δοκιμές πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Δηλαδή, σκανάρωντας δύο φωτογραφίες με ανάλυση την πρώτη στα 100dpi και τη δεύτερη στα 300 dpi και τυπώνοντας και τις δύο στα 150 LPI, τότε η διαφορά μεταξύ τους, στην εκτυπωμένη σελίδα, θα είναι σημαντική. Καλύτερη φυσικά εμφανίζεται η δεύτερη. Επαναλαμβάνοντας το ίδιο παράδειγμα, αλλά σκανάρωντας τις δύο φωτογραφίες με ανάλυση την πρώτη στα 300dpi και την δεύτερη στα 500 dpi, και τυπώνοντας τις στα 150 LPI, τότε θα παρατηρήσουμε ότι η διαφορά μεταξύ τους είναι ασήμαντη, ακόμη και στο πιο έμπειρο μάτι.
Επίσης εάν υπάρχει μια φωτογραφία στην οποία δεν είναι ανάγκη να αποδοθεί λεπτομέρεια (π.χ. ένα αφηρημένο φόντο ή ένα χιονισμένο τοπίο κ.ό.κ.) η ανάλυση των 225 dpi λειτουργεί εξίσου καλά.
Ένας ακόμα παράγοντας που παίζει ρόλο στην περίπτωση αυτή είναι και τα μεγέθη των αρχείων που προκύπτουν μετά την ψηφιοποίηση. Γιατί να σκαναριστεί μια φωτογραφία στα 500 dpi και να δημιουργούνται πολύ περισσότερα megabytes πληροφορίας, όταν με 300 ή 225 dpi ανάλυση αποδίδεται το ίδιο αποτέλεσμα με μικρότερο όγκο αρχείων ;
Το ερώτημα αυτό μοιάζει κρίσιμο και απασχολεί περισσότερο εκείνους που πρέπει να διαχειριστούν μεγάλο όγκο φωτογραφικού υλικού. Είναι ήδη γνωστό ότι όσο πιο υψηλή είναι η ανάλυση των εικόνων, τόσο μεγαλύτερα αρχεία δημιουργούνται.

DPI και LPI κατά τη δημιουργία των films

Η δεύτερη περίπτωση που οι δύο παράμετροι DPI και LPI συνδέονται, είναι όταν ο εικονοθέτης γράφει τα films. Στην περίπτωση αυτή τα LPI προσδιορίζουν το πλήθος των γραμμών ράστερς ανά ίντσα και τα DPI καθορίζουν την ανάλυση της κάθε γραμμής ράστερ ανά ίντσα, που θα αποτυπωθεί στο φιλμ.
Η ανάλυση αυτή είναι το πλήθος των επιμέρους κουκίδων (Dots) από τις οποίες αποτελείται το κάθε ράστερ.
Παρατηρώντας ένα τυπωμένο φιλμ, είναι εμφανές ότι όλα τα ράστερ δεν έχουν το ίδιο μέγεθος. Σίγουρα, η αλλαγή του μεγέθους τους δεν οφείλετε σε κάποια διαδικασία οπτικής μεγέθυνσης ή σμίκρυνσης, αλλά στον τρόπο αποτύπωσης τους στο φιλμ.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε ράστερ είναι ένας νοητός, αυτόνομος και μικροσκοπικός πίνακας που αποτελείται από επιμέρους κουκκίδες. Οι κουκκίδες αυτές έχουν συγκεκριμένο πλήθος και η κάθε μια έχει ορισμένη θέση πάνω στον πίνακα αυτόν. Ο πίνακας έχει μέγεθος 16Χ16 Dots. Δηλαδή, κάθε ράστερ αποτελείται από 256 επιμέρους κουκκίδες συν μια, η οποία αντιπροσωπεύει το λευκό. Ανάλογα με την τιμή που καλείται να πάρει το κάθε ράστερ, μπορεί να εμφανίσει από 0 έως και 256 επιμέρους κουκκίδες κάθε φορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπορούν να αποδοθούν πάνω στο φιλμ μέχρι και 256 τόνοι του γκρι. (gray level).


Το εσωτερικό πλέγμα ενός ραστερ

Οι επιμέρους κουκκίδες έχουν συγκεκριμένο τρόπο που τοποθετούνται μέσα στον πίνακα του ράστερ. Η αποτύπωσή τους ξεκινάει πάντα από το κέντρο του πίνακα και εξελίσσεται σταδιακά και ομοιόμορφα προς τα άκρα.
Για παράδειγμα εάν σε ένα ράστερ πρέπει να αποδοθεί μια τιμή 25% τότε οι επιμέρους κουκκίδες, ξεκινώντας από το κέντρο προς τα άκρα, καλύπτουν ισομετρικά το ¼ της επιφάνειας του και το υπόλοιπο παραμένει κενό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα διαφορετικά μεγέθη ράστερς.
Τέλος, για να υπολογιστούν τα DPI σε περίπτωση εκτύπωσης φιλμ 150 LPI (δηλαδή 150 γραμμές ανά ίντσα) πολλαπλασιάζεται το πλήθος των LPI με το 16 (το ύψος της κάθε γραμμής σε Dots). Άρα σύμφωνα με το παράδειγμα θα έχουμε 150Χ16 = 2.400 dpi. Οι τιμές που παίρνουν συνήθως τα DPI σε αυτές τις περιπτώσεις είναι 1200, 1270, 2400, 2540 κ.ά.



Για την ιστορία …
Παλαιότερα οι τιμές στα LPI ακολουθούσαν ως μονάδα μέτρησης το εκατοστό (cm). Έτσι οι μετρήσεις γίνονταν σε γραμμές ανά εκατοστό. Υπήρχαν λοιπόν ράστερ 40, 50, 60, 70 και 80 γραμμές ανά εκατοστό. Στη συνέχεια αυτά μεταφράστηκαν σε ίντσες, λόγω της επικράτησης του αγγλοσαξονικού συστήματος μέτρησης στις γραφικές τέχνες.
Επειδή ο λόγος εκατοστού προς ίντσα δεν είναι άρτιος (1/2,54) αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τιμές όπως για παράδειγμα αντί για εξηντάρη ράστερ (60 γραμμές /cm) δημιουργήθηκε το ράστερ 152,4 LPI (60Χ2,54), που τελικά επικράτησε ως 150 LPI (εκατοπενηντάρι ράστερ) και αντίστοιχα αντί για 80 γραμμές /cm δημιουργήθηκε το ράστερ 203,2 LPI (80Χ2,54), που επικράτησε ως 200 LPI(διακοσάρι ράστερ).
Αντίστοιχη αλλαγή έγινε και στα DPI. Παλαιότερα ως μονάδα μέτρησης της ανάλυσης ήταν η RES (Resolution). Σύμφωνα με την RES οι μετρήσεις γίνονταν σε γραμμές ανά εκατοστό ή χιλιοστό. Υπήρχαν τυποποιημένες αναλύσεις στα 8,10,12, 14 (res). Όσο πιο μεγάλη ήταν η τιμή της RES, τόσο πιο καλή ήταν η ανάλυση των εικόνων.
Έτσι αν υπήρχε ανάγκη να σκαναριστεί μια φωτογραφία σε υψηλή ανάλυση, αυτό θα γίνονταν, σύμφωνα με τους παλιούς χρωμογράφους, σε 12 γραμμές ανά χιλιοστό (ή 120 γραμμές ανά εκατοστό). Κατά την μετατροπή σε ίντσες και επειδή ο λόγος εκατοστού προς ίντσα, όπως είπαμε, δεν είναι άρτιος (1/2,54) το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε, θα ήταν 304,8 dpi (120Χ2,54=304,8). Η τιμή αυτή στρογγυλοποιήθηκε και χρησιμοποιείτε σήμερα ως 300dpi.



Σχετικά άρθρα



Πηγές 
  • Σύγχρονη Λιθογραφία Ι, Εκδόσεις ΙΩΝ, Επιμέλεια Τ. Πολίτης 
  • To Raster, περιοδικό CMYK 
  • Τεχνικός Οδηγός Οφσετ, Κ. Τσολάκου 
  • Τυπογραφίας Μνήμης, Α. Παπαπντωνόπουλου 


Σχόλια