Το αρχικό πρόβλημα και η λύση
Η τυπογραφική μέθοδο εκτύπωσης Offset δεν έχει δυνατότητα να τυπώνει πυκνότητες, αλλά ποσότητες μελανιών. Μάλιστα, η ποσότητα του μελανιού που τυπώνεται πάνω στο χαρτί είναι πάντα σταθερή ανά μονάδα επιφάνειας. Για να αποδοθούν, λοιπόν, όλοι οι ενδιάμεσοι τόνοι του θέματος η εκτύπωση γίνεται με τη χρήση κουκίδων, τα ράστερς. Οι κουκκίδες αυτές έχουν ένα νοητό κέντρο, ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, συμμετρική διάταξη και ανάλογα με το μέγεθος τους δημιουργούν πυκνότερα ή αραιότερα μικρά σύνολα, τα οποία στη συνεχή διαδοχή τους, δίνουν την οπτική εντύπωση της εικόνας.
Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην αδυναμία του ανθρώπινου ματιού να διακρίνει τις κουκκίδες από κάποια απόσταση, με αποτέλεσμα να διακρίνει μόνο την τονική απεικόνιση που αυτές δημιουργούν. Για παράδειγμα, παρατηρώντας από πολύ κοντά μια γιγαντοαφίσα στο δρόμο, εμφανίζονται πολλές έγχρωμες κουκκίδες, ενώ από μακριά είναι ορατοί ομοιόμορφα όλοι οι χρωματικοί τόνοι της. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να γίνει κατανοητή η χρήση των ράστερς (κουκκίδες) και του τυπογραφικού αποτελέσματος.
Η δημιουργία και η λειτουργία των ράστερς
Τα ράστερς δημιουργούνται, στο στάδιο της προεκτύπωσης, κατά την παραγωγή των films. Για να γίνει αυτό, στο Postscript αρχείο αποθηκεύονται όλα τα ποσοστά χρώματος CMYK που έχουν οριστεί για κάθε στοιχείο της σελίδας. Τα ποσοστά αυτά κατά τη μετάφραση του αρχείου Postscript από το πρόγραμμα rip, μετατρέπονται σε αντίστοιχους τόνους του γκρι. Η εικόνα που δημιουργείται στο στάδιο αυτό, περιέχει τόνους, οι οποίοι στη συνέχεια από τον εικονοθέτη αποτυπώνονται σε αντίστοιχες ποσότητες κουκίδων ράστερ πάνω στο film.
Για παράδειγμα όταν σε μια σελίδα υπάρχει ένα σχήμα για το οποίο έχει οριστεί μια απόχρωση με ποσοστό 60% CYAN, τότε αυτό αντιστοιχεί με 60% ράστερ στο σημείο του film που καταλαμβάνει η αποτύπωση του συγκεκριμένου σχήματος. Με την ίδια λογική, όλα τα χρώματα της σελίδα αναλύονται στα τέσσερα βασικά χρώματα CMYK, δημιουργώντας τέσσερα αντίστοιχα films (ένα για κάθε χρώμα), που πάνω στο καθένα αποτυπώνονται διαφορετικές ποσότητες και πυκνότητες από ράστερ, ανάλογα με τα ποσοστά των χρωμάτων που υπάρχουν πάνω σε αυτή.
Στόχος της διαδικασίας αυτής είναι, κατά την εκτύπωση, πάλι με τη βοήθεια των ράστερς, να αναπαραχθούν από τα τέσσερα χρώματα της τετραχρωμίας όλοι οι οι ενδιάμεσοι χρωματικοί τόνοι και να δημιουργηθεί η σελίδα όπως ήταν στην πρωτότυπη μακέτα. Για να γίνει αυτό, οι κουκκίδες, για παράδειγμα του CYAN αλληλεπιδρούν με τις αντίστοιχες του YELLOW για να δώσουν ένα πράσινο χρώμα. Ο τελικός τόνος του πράσινου εξαρτάται από το ποσοστό του κάθε χρώματος, αλλά και αν οι κουκκίδες του Cyan χρώματος θα είναι όμοιες σε μέγεθος με αυτές του YELLOW.
Τα είδη του ράστερ
Οι δύο βασικοί τύποι ράστερ είναι το AM και το FM. Διαφέρουν στον τρόπο με τον οποίο ο κάθε τύπος αποδίδει τους τόνους σε μία εικόνα. Τα αρχικά ΑΜ προέρχονται από τις λέξεις Amplitude Modulation (Διαμόρφωση κατά πλάτος) ενώ τα αρχικά FM από τον όρο Frequency Modulation (Διαμόρφωση κατά συχνότητα).
Ο τύπος AM έχει τις κουκκίδες σε σειρές, ενώ ο FM σε τυχαία θέση. Μία ακόμη βασική διαφορά τους είναι ότι ενώ στον AM οι κουκκίδες αυξομειώνουν τη διάμετρό τους αλλά κρατούν σταθερή απόσταση μεταξύ των κέντρων τους, στον FM διατηρείται σταθερή διάσταση των κουκκίδων, αλλά είναι διαφορετικές οι αποστάσεις μεταξύ τους, ανάλογα με το πόσο σκούρα ή φωτεινά είναι τα σημεία της εικόνας μας.
FM Ράστερ
Στην περίπτωση του FM ράστερ, δεν υπάρχουν γωνίες, moiré και ροζέτες. Στο τυχαίο ράστερ στη σκούρα περιοχή της εικόνας τυπώνονται πολλές κουκκίδες. Ενώ στην ανοιχτή-φωτεινή περιοχή τυπώνονται λιγότερες. Τη τεχνική αυτή έχουν υιοθετήσει οι προσωπικοί εκτυπωτές, αλλά, υπάρχουν σημαντικές παράμετροι που δεν καθιστούν τη χρήση τους ιδανική για όλες τις περιπτώσεις εκτυπώσεων.
Πλεονεκτήματα από τη χρήση FM ράστερ.
Με το FM ράστερ επιτυγχάνεται μεγαλύτερο επίπεδο λεπτομέρειας στην εκτύπωση, ακόμα και στην περίπτωση που γίνεται χρήση ενός εκτυπωτή με μέγιστη ανάλυση 600 dpi. Οι κουκκίδες FM είναι μικρότερες, φτάνοντας ακόμη και στο 1 με 2% μιας κουκκίδας AM. Το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα σε αυτή την τεχνολογία. Αν για παράδειγμα μια εικόνα για να αποδοθεί σωστά με κλασσικό ράστερ απαιτεί ποιότητα a. Η χρήση FM ράστερ μπορεί να αποδώσει το ίδιο ποιοτικό αποτέλεσμα και με αρχική ποιότητα εικόνας a/2. Τη μισή δηλαδή ανάλυση. Κορυφαία απόδοση μας δίνει το τυχαίο ράστερ στα φωτεινά σημεία μιας εικόνας, επειδή λόγω της δυνατότητας τυχαίας διασποράς κουκίδων γίνεται εφικτό να αποτυπωθούν ακόμη και τα πιο αχνά σημεία της.
Μειονεκτήματα από τη χρήση FM ράστερ
Πρώτο και σημαντικότερο μειονέκτημα είναι το μέγεθος των κουκκίδων. Σήμερα, με την εισαγωγή του CTP είναι δυνατή η αποτύπωση και της παραμικρής λεπτομέρειας στους τσίγκους, κάτι που παλαιότερα δεν ήταν δυνατό στις αναλογικές μεθόδους φωτισμού των τσίγκων από φιλμ. Υπήρχαν όρια τα οποία δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν, λόγω των υλικών και των μεθόδων απεικόνισης. Έτσι η χρήση FM ράστερ δεν βρήκε εφαρμογή στην offset πριν τα CTP. Έτερο μειονέκτημα είναι η συμπεριφορά του FM ράστερ στους μεσαίους τόνους. Εκεί η σχέση: απόσταση – μέγεθος δημιουργεί προβλήματα που έχουν να κάνουν με την ομοιόμορφη απόδοση του θέματος, για παράδειγμα ενός φόντου. Το FM ράστερ σε αυτές τις περιπτώσεις δημιουργεί “νερά” τα οποία είναι ορατά και μειώνουν κατά κάποιο τρόπο την ποιότητα της εκτύπωσης όταν πρόκειται για μεγάλες επιφάνειες.
Μια μικρή ιστορική αναδρομή
Η ιδέα της εκτύπωσης με ράστερ ανήκει στον William Fox Talbot. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, πρότεινε τη χρήση μιας φωτογραφικής τεχνικής αποτύπωσης (photographic screens or veils) που είχε σχέση με τη διαδικασία βαθυτυπίας.
Πολλές διαφορετικές τεχνικές προτάθηκαν κατά τις επόμενες δεκαετίες. Μία από τις γνωστές προσπάθειες ήταν από τον Stephen H. Horgan, ενώ εργάζονταν στη New York Daily Graphic. Η πρώτη τυπωμένη φωτογραφία ήταν μια εικόνα της Steinway Hall στο Μανχάταν που δημοσιεύθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1873. Ενώ υπάρχει ένα ακόμα δημοσίευμα, στην Graphic, στις 4 Μαρτίου 1880, με τίτλο «μια σκηνή στην Shantytown», που προσδιορίζεται ως «Η πρώτη αναπαραγωγή μιας φωτογραφίας με ένα πλήρες τονικό εύρος σε μια εφημερίδα».
Η πρώτη πραγματικά επιτυχημένη εμπορική μέθοδος πραγματοποιήθηκε από τον Frederic Ives στη Φιλαδέλφεια το 1881. Παρά το γεγονός ότι βρήκε τον τρόπο να σπάσει την εικόνα σε κουκκίδες διαφόρων μεγεθών, δεν έκανε χρήση της τεχνικής αυτής. Το 1882, ο Γερμανός Georg Meisenbach πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην Αγγλία για μία διαδικασία με ράστερ. Η εφεύρεσή του έγινε με βάση τις προηγούμενες ιδέες των Berchtold και Swan. Χρησιμοποιούσε ράστερ μονής γραμμής που δημιουργούσε με έκθεση στο φως, για την παραγωγή εικόνων. Ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να εκμεταλλευτεί εμπορικά την αναπαραγωγή εικόνων με ράστερ.
Λίγο αργότερα, ο Ives, αυτή τη φορά σε συνεργασία με τους Louis και Max Levy, βελτίωσε τη μέθοδο αυτή με στόχο τη μαζική παραγωγή και την εμπορική χρήση της.
Η χρήση του ράστερ γνώρισε σχεδόν αμέσως επιτυχία. Η δημιουργία εικόνων με αυτή τη μέθοδο υιοθετήθηκε αμέσως από τα περιοδικά στις αρχές της δεκαετίας του 1890.
Η λιθογραφική μέθοδος εκτύπωσης, με βάση την τεχνική του ράστερ, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και ακολούθησε, πολύ σύντομα, ανεξάρτητη πορεία. Στη δεκαετία του 1860, ο A. Hoen & ΣΙΑ επικεντρώθηκε στις μεθόδους που επέτρεπε στους καλλιτέχνες να ελέγχουν τους τόνους μιας εικόνας κατά την χειρωνακτική δημιουργία των λιθογραφικών πλακών. Έτσι από το 1880, ο Hoen χρησιμοποιούσε τις μεθόδους αυτές και τις εφάρμοσε σε λιθογραφικές πλάκες που δημιουργούσε είτε χειρωνακτικά είτε με τη βοήθεια του φωτός.
Σχετικά άρθρα
Ο τύπος AM έχει τις κουκκίδες σε σειρές, ενώ ο FM σε τυχαία θέση. Μία ακόμη βασική διαφορά τους είναι ότι ενώ στον AM οι κουκκίδες αυξομειώνουν τη διάμετρό τους αλλά κρατούν σταθερή απόσταση μεταξύ των κέντρων τους, στον FM διατηρείται σταθερή διάσταση των κουκκίδων, αλλά είναι διαφορετικές οι αποστάσεις μεταξύ τους, ανάλογα με το πόσο σκούρα ή φωτεινά είναι τα σημεία της εικόνας μας.
Επάνω ΑΜ ράστερ και κάτω FM ράστερ |
FM Ράστερ
Στην περίπτωση του FM ράστερ, δεν υπάρχουν γωνίες, moiré και ροζέτες. Στο τυχαίο ράστερ στη σκούρα περιοχή της εικόνας τυπώνονται πολλές κουκκίδες. Ενώ στην ανοιχτή-φωτεινή περιοχή τυπώνονται λιγότερες. Τη τεχνική αυτή έχουν υιοθετήσει οι προσωπικοί εκτυπωτές, αλλά, υπάρχουν σημαντικές παράμετροι που δεν καθιστούν τη χρήση τους ιδανική για όλες τις περιπτώσεις εκτυπώσεων.
Αριστερά εικόνα με ΑΜ ράστερ και δεξιά με FM ράστερ |
Πλεονεκτήματα από τη χρήση FM ράστερ.
Με το FM ράστερ επιτυγχάνεται μεγαλύτερο επίπεδο λεπτομέρειας στην εκτύπωση, ακόμα και στην περίπτωση που γίνεται χρήση ενός εκτυπωτή με μέγιστη ανάλυση 600 dpi. Οι κουκκίδες FM είναι μικρότερες, φτάνοντας ακόμη και στο 1 με 2% μιας κουκκίδας AM. Το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα σε αυτή την τεχνολογία. Αν για παράδειγμα μια εικόνα για να αποδοθεί σωστά με κλασσικό ράστερ απαιτεί ποιότητα a. Η χρήση FM ράστερ μπορεί να αποδώσει το ίδιο ποιοτικό αποτέλεσμα και με αρχική ποιότητα εικόνας a/2. Τη μισή δηλαδή ανάλυση. Κορυφαία απόδοση μας δίνει το τυχαίο ράστερ στα φωτεινά σημεία μιας εικόνας, επειδή λόγω της δυνατότητας τυχαίας διασποράς κουκίδων γίνεται εφικτό να αποτυπωθούν ακόμη και τα πιο αχνά σημεία της.
Πρώτο και σημαντικότερο μειονέκτημα είναι το μέγεθος των κουκκίδων. Σήμερα, με την εισαγωγή του CTP είναι δυνατή η αποτύπωση και της παραμικρής λεπτομέρειας στους τσίγκους, κάτι που παλαιότερα δεν ήταν δυνατό στις αναλογικές μεθόδους φωτισμού των τσίγκων από φιλμ. Υπήρχαν όρια τα οποία δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν, λόγω των υλικών και των μεθόδων απεικόνισης. Έτσι η χρήση FM ράστερ δεν βρήκε εφαρμογή στην offset πριν τα CTP. Έτερο μειονέκτημα είναι η συμπεριφορά του FM ράστερ στους μεσαίους τόνους. Εκεί η σχέση: απόσταση – μέγεθος δημιουργεί προβλήματα που έχουν να κάνουν με την ομοιόμορφη απόδοση του θέματος, για παράδειγμα ενός φόντου. Το FM ράστερ σε αυτές τις περιπτώσεις δημιουργεί “νερά” τα οποία είναι ορατά και μειώνουν κατά κάποιο τρόπο την ποιότητα της εκτύπωσης όταν πρόκειται για μεγάλες επιφάνειες.
Μια μικρή ιστορική αναδρομή
Η ιδέα της εκτύπωσης με ράστερ ανήκει στον William Fox Talbot. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, πρότεινε τη χρήση μιας φωτογραφικής τεχνικής αποτύπωσης (photographic screens or veils) που είχε σχέση με τη διαδικασία βαθυτυπίας.
Πολλές διαφορετικές τεχνικές προτάθηκαν κατά τις επόμενες δεκαετίες. Μία από τις γνωστές προσπάθειες ήταν από τον Stephen H. Horgan, ενώ εργάζονταν στη New York Daily Graphic. Η πρώτη τυπωμένη φωτογραφία ήταν μια εικόνα της Steinway Hall στο Μανχάταν που δημοσιεύθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1873. Ενώ υπάρχει ένα ακόμα δημοσίευμα, στην Graphic, στις 4 Μαρτίου 1880, με τίτλο «μια σκηνή στην Shantytown», που προσδιορίζεται ως «Η πρώτη αναπαραγωγή μιας φωτογραφίας με ένα πλήρες τονικό εύρος σε μια εφημερίδα».
Λίγο αργότερα, ο Ives, αυτή τη φορά σε συνεργασία με τους Louis και Max Levy, βελτίωσε τη μέθοδο αυτή με στόχο τη μαζική παραγωγή και την εμπορική χρήση της.
Η χρήση του ράστερ γνώρισε σχεδόν αμέσως επιτυχία. Η δημιουργία εικόνων με αυτή τη μέθοδο υιοθετήθηκε αμέσως από τα περιοδικά στις αρχές της δεκαετίας του 1890.
Η λιθογραφική μέθοδος εκτύπωσης, με βάση την τεχνική του ράστερ, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και ακολούθησε, πολύ σύντομα, ανεξάρτητη πορεία. Στη δεκαετία του 1860, ο A. Hoen & ΣΙΑ επικεντρώθηκε στις μεθόδους που επέτρεπε στους καλλιτέχνες να ελέγχουν τους τόνους μιας εικόνας κατά την χειρωνακτική δημιουργία των λιθογραφικών πλακών. Έτσι από το 1880, ο Hoen χρησιμοποιούσε τις μεθόδους αυτές και τις εφάρμοσε σε λιθογραφικές πλάκες που δημιουργούσε είτε χειρωνακτικά είτε με τη βοήθεια του φωτός.
Σχετικά άρθρα
Πηγές
- Σύγχρονη Λιθογραφία Ι, Εκδόσεις ΙΩΝ, Επιμέλεια Τ. Πολίτης
- To Raster, περιοδικό CMYK
- Τεχνικός Οδηγός Οφσετ, Κ. Τσολάκου
- Τυπογραφίας Μνήμης, Α. Παπαπντωνόπουλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου