Συναρμογή


Κείμενο & φωτογραφίες:

Μιχάλη Καλούδη
CMYK Magazine, τεύχος #03

Τί πρέπει να γίνει όταν μετά την εκτύπωση μιας εργασίας, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με την μέθοδο της offset και όχι ψηφιακά, παρατηρούμε ότι συνορεύοντα αντικείμενα δεν εφάπτονται ακριβώς;
Πώς μπορούμε να διορθώσουμε τα κενά που σχηματίζονται ανάμεσα στα αντικείμενα με αποτέλεσμα να φαίνεται το ατύπωτο χαρτί και να αλλοιώνεται η ποιότητα της εργασίας μας;


Η αλήθεια είναι ότι μετά την εκτύπωση δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να είχε γίνει κατά την προεκτυπωτική διαδικασία και αυτό που έπρεπε να είχε γίνει είναι... «συναρμογή».

Τα είδη της συναρμογής
Η συναρμογή ή παγίδευση (trapping) είναι η μέθοδος με την οποία γειτονικά έγχρωμα αντικείμενα «απλώνουν», με σκοπό την εξάλειψη των ανεπιθύμητων κενών που προκύπτουν από «λανθασμένη σύμπτωση» των φιλμ (τσίγκων) στις τυπογραφικές πρέσες. Ο όρος λανθασμένη σύμπτωση δεν είναι βέβαια απόλυτος καθώς μια διαφορά στις συμπτώσεις της τάξεως του 0,1mm – 0,4mm πρέπει να θεωρείται αναμενόμενη. Οι λόγοι που δημιουργούνται τα κενά αυτά συνοπτικά είναι οι εξής:

  • Σφάλμα στον εικονοθέτη
  • Σφάλμα στην απεικόνιση του φιλμ στον τσίγκο
  • Αστάθεια της εκτυπωτικής πρέσας
  • Ανθρώπινο λάθος
Τα σφάλματα αυτά είναι συμφυή με την παραγωγική διαδικασία. ∆ουλεύοντας με τα καλύτερα εργαλεία και υλικά μπορούμε να τα μειώσουμε έως ένα βαθμό αλλά ποτέ να τα εξαλείψουμε. Ακόμα και σε καλή πρέσα με καλό χειριστή μπορεί να έχουμε κακή σύμπτωση της τάξεως του 1⁄4 της στιγμής. Οποιαδήποτε μηχανική διαδικασία έχει πάντα περιθώρια λάθους. Για να αποτρέψουμε τα ανεπιθύμητα κενά θα πρέπει να ορίσουμε στα «επικίνδυνα» αντικείμενα κάποιο είδος συναρμογής.

Τα είδη της συναρμογής είναι πέντε (εικ01):

  • Knockout (τρύπα): Το αντικείμενο που δέχεται συναρμογή τρυπά απολύτως το φόντο.
  • Overprint (διπλή εκτύπωση): Το αντικείμενο αναμειγνύεται πλήρως με το φόντο (το αντίθετο της «τρύπας»).
  • Spread (άπλωμα): Το αντικείμενο που δέχεται συναρμογή απλώνει περιμετρικά ώστε να υπερκαλύπτει το φόντο από κάτω του.
  • Choke (άπλωμα): Το φόντο, που βρίσκεται κάτω από το αντικείμενο που δέχεται τη συναρμογή, απλώνει περιμετρικά ώστε να το υπερκαλύπτει.
  • Keepaway: Ειδική συναρμογή η οποία χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν undercolors.



Η συναρμογή που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο συνορεύοντα αντικείμενα περιέχει το άθροισμα των χρωμάτων τους, εκτός από την περίπτωση που ένα από τα δύο περιέχει spot χρώμα. Στην περίπτωση που και τα δύο αντικείμενα χρησιμοποιούν τα μελάνια της τετραχρωμίας (CMYK) η συναρμογή κρατάει την υψηλότερη τιμή που χρησιμοποιείται για το κάθε μελάνι (εικ02). ∆ηλαδή η συναρμογή είναι πάντα πιο σκούρα από το σκοτεινότερο αντικείμενο.




Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δώσουμε στο είδος της συναρμογής που θα χρησιμοποιήσουμε.
Έτσι, ορίζουμε spread όταν το πάνω αντικείμενο είναι πιο φωτεινό από το κάτω και choke όταν το πάνω αντικείμενο είναι πιο σκούρο. Με άλλα λόγια η συναρμογή γίνεται από τα φωτεινά χρώματα προς τα σκούρα.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: Το ανθρώπινο μάτι αντιλαμβάνεται τα σχήματα χρησιμοποιώντας τα σκούρα χρώματα. Η όποια διαφοροποίηση στα ποσοστά του σκούρου χρώματος είναι λιγότερο εμφανής με αυτόν τον τρόπο από το αν γινόταν στο ανοιχτό χρώμα.
(Σημ: Στα προγράμματα η φωτεινότητα ενός χρώματος αναφέρεται ως ‘neutral density’ (ουδέτερη πυκνότητα).)
Στην περίπτωση που και τα δύο χρώματα είναι φωτεινά, αν για παράδειγμα έχουμε παστέλ χρώματα, το παραγόμενο χρώμα μπορεί να εμφανίζεται αρκετά σκούρο, άρα και ορατό. Εδώ, είναι επιθυμητή η μείωση του παραγόμενου χρώματος αλλά και πάλι ύπο όρους (εικ03).


 
∆ηλαδή, το παραγόμενο χρώμα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι φωτεινότερο του σκούρου χρώματος αφού κάτι τέτοιο θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό της λανθασμένης σύμπτωσης. Θα δημιουργήσει δηλαδή μία ανοιχτόχρωμη περιοχή μεταξύ των δύο αντικειμένων. Επίσης, δεν πρέπει να μειώνουμε το χρώμα της συναρμογής όταν ένα από τα δύο αντικείμενα χρησιμοποιεί spot χρώμα, γιατί η μίξη τετραχρωμίας με spot μελάνι μπορεί να δώσει ανεπιθύμητα αποτελέσματα.


 
Μαύρο χρώμα και συναρμογή
Όταν υπάρχουν μαύρα αντικείμενα όπως φάσες, γραμμές κλπ. τα ορίζουμε overprint λόγω της μεγάλης καλυπτικότητας του μαύρου μελανιού. Στις περιπτώσεις αυτές δεν χρειάζεται το μαύρο αντικείμενο να «τρυπάει» το φόντο (εικ04).


Προσοχή όμως! Όταν μέρος μιας μεγάλης επιφάνειας καθαρού μαύρου (K=100%) «πατάει» πάνω σε κάποιο χρώμα, το πλούσιο μαύρο που δημιουργείται (rich black) είναι ιδιαίτερα εμφανές (εικ05α). Στην περίπτωση αυτή, η συναρμογή θα πρέπει να γίνει στο φωτεινότερο αντικείμενο δηλαδή το χρωματιστό. Αν για κάποιο λόγο το αντικείμενο δεν επιδέχεται συναρμογή τότε θα πρέπει να κλείσουμε το μπλοκ του κάτω αντικειμένου (χρώμα), ή αν ούτε αυτό είναι εφικτό, θα πρέπει να μετατρέψουμε το καθαρό μαύρο σε πλούσιο μαύρο (c80 m50 y50 k100) ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τη διαφορά (εικ05β).


 
Η συναρμογή σε ένα αντικείμενο με πλούσιο μαύρο χρώμα διαφέρει από τις κλασικές. Λόγω κακής σύμπτωσης το ή τα χρώματα που εμπλουτίζουν το μαύρο, γνωστά ως «undercolors», εμφανίζονται στις άκρες του αντικειμένου δημιουργώντας ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι τα λευκά γράμματα σε rich black φόντο, τα οποία λόγω λανθασμένης σύμπτωσης εμφανίζονται δυσανάγνωστα (εικ06α). Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται να εφαρμόσουμε την keepaway συναρμογή η οποία κρατάει τα undercolors μακριά από τις άκρες του γράμματος βελτιστοποιώντας στο παράδειγμά μας την εμφάνιση του κειμένου(εικ06β).



Γράμματα και συναρμογή
Τα κείμενα είναι τα πιο «ευαίσθητα» αντικείμενα στη λανθασμένη συναρμογή. Συνήθως τα γράμματα είναι σκούρα πάνω σε ανοιχτόχρωμο φόντο. Σ` αυτήν την περίπτωση χρησιμοποιούμε κατά κανόνα choke συναρμογή (εικ07α) γιατί διαφορετικά (spread) το κείμενο παρουσιάζεται αλλοιωμένο (εικ07β).



Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν τα μαύρα γράμματα πάνω σε φόντο. Σε αυτήν την περίπτωση η σωστή συναρμογή είναι η overprint (διπλή εκτύπωση). γιατί, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η μίξη του μαύρου χρώματος με κάποιο άλλο (εκτός των spot χρωμάτων λόγω μεγαλύτερης επικαλυπτικότητας) έχει ως αποτέλεσμα πάλι το μαύρο χρώμα. Έτσι όσο μεγάλη και να είναι η λανθασμένη σύμπτωση, το κείμενο θα εμφανίζεται σωστά τοποθετημένο.
Το ανθρώπινο μάτι είναι πολύ ευαίσθητο στο κείμενο και γι` αυτό θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στη συναρμογή που του ορίζουμε. Όλες οι παραπάνω μέθοδοι αφορούν αντικείμενα που χρησιμοποιούν μελάνια τετραχρωμίας.
Οι όροι «πάνω» ή «κάτω» αναφέρονται στη σειρά με την οποία σχεδιάστηκαν και τοποθετήθηκαν στη γραφιστική εφαρμογή και όχι στη σειρά με την οποία τυπώθηκαν στο χαρτί.


Όταν εργαζόμαστε αποκλειστικά με επικαλυπτικά χρώματα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κυρίως στη συσκευασία προϊόντων, δεν έχει σημασία η φωτεινότητα των χρωμάτων αλλά η σειρά με την οποία θα τυπωθούν. Το πρώτο χρώμα πάντα απλώνει κάτω από το επόμενο στη σειρά εκτύπωσης χρώμα. Αυτή η μέθοδος συναρμογής χρησιμοποιείται στη μεταξοτυπία. Όταν χρησιμοποιούμε συνδυασμό επικαλυπτικών χρωμάτων και μελάνια τετραχρωμίας, τότε τα τελευταία, ανεξάρτητα από τη φωτεινότητά τους, είναι αυτά που απλώνουν προς τα επικαλυπτικά.
Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέραμε έως τώρα, όσο πιο λεπτή είναι η παραγόμενη συναρμογή τόσο λιγότερο ορατή γίνεται. Για το λόγο αυτό, η συναρμογή θα πρέπει να ορίζεται στο ελάχιστο όριο, ίση περίπου με το μέγεθος της λανθασμένης σύμπτωσης.
Αν για παράδειγμα τυπώνουμε στα 150 lpi τότε η συναρμογή θα πρέπει να είναι μεταξύ του 1/150 και 1/300 της ίντσας. Ή αλλιώς μεταξύ 0,48pt και 0,24pt ή αν θέλετε μεταξύ 0,16mm και 0,08mm. Οι τιμές αυτές διπλασιάζονται εάν ένα από τα δύο συναρμοζόμενα χρώματα είναι μαύρο.
Σε γενικές γραμμές, όλα τα σύγχρονα και επαγγελματικά λογισμικά που χρησιμοποιούμε παρέχουν έως κάποιο βαθμό αυτόματη συναρμογή. Όμως κάποια επιπρόσθετη/χειροκίνητη συναρμογή είναι απαραίτητη αλλά πάντα όσο πιο ανεπαίσθητη γίνεται.
Επίσης υπάρχει και η in-RIP συναρμογή η οποία γίνεται την τελευταία στιγμή μέσα στο RIP. Εκεί μπορεί ο χειριστής να κρατήσει τις παλιές τιμές συναρμογής ή να ορίσει νέες, σύμφωνα με τις δυνατότητες της εκτυπωτικής του μηχανής. Επίσης, του παρέχεται η δυνατότητα να ορίσει διαφορετικές τιμές σε ξεχωριστά μέρη της εργασίας αν αυτό είναι απαραίτητο.
Σε γενικές γραμμές είναι συνήθως προτιμότερο όμως να εμπιστευόμαστε τις προτεινόμενες από το λογισμικό συναρμογές, παρά να ορίζουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι.
Με τη βοήθεια λοιπόν των παραπάνω οδηγιών, του λογισμικού σας, αλλά και του τυπογράφου σας, ο οποίος ξέρει καλύτερα από όλους τις δυνατότητες της μηχανής του, μπορείτε να ορίσετε την κατάλληλη κάθε φορά συναρμογή ώστε να αποφύγετε τις δυσάρεστες εκπλήξεις και να επιτύχετε ένα άρτιο αποτέλεσμα.


Σχετικά άρθρα

Σχόλια