Τι είναι τα DPI και LPI;



Κείμενο, επιμέλεια άρθρου:
Θοδωρής Μαστρογιάννης



Γραφίστας

Η λιθογραφική μέθοδο εκτύπωσης (Offset) δεν έχει δυνατότητα να τυπώνει πυκνότητες, αλλά ποσότητες μελανιών. Για να δημιουργηθεί το έγχρωμο αποτέλεσμα η εκτύπωση γίνεται με κουκκίδες, τα ράστερς. Οι κουκκίδες αυτές έχουν ένα νοητό κέντρο, ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, συμμετρική διάταξη και ανάλογα με το μέγεθος τους δημιουργούν πυκνότερα ή αραιότερα μικρά σύνολα, τα οποία στη συνεχή διαδοχή τους, δίνουν την οπτική εντύπωση της εικόνας.
Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην αδυναμία του ανθρώπινου ματιού να διακρίνει τις κουκκίδες από κάποια απόσταση, με αποτέλεσμα να διακρίνει μόνο την τονική απεικόνιση που αυτές δημιουργούν. Για παράδειγμα, αν πλησιάσουμε μια αφίσα στο δρόμο παρατηρώντας την από πολύ κοντά, θα δούμε ότι αποτελείται από πολλές έγχρωμες κουκκίδες, ενώ αν απομακρυνθούμε βλέπουμε μόνο τους χρωματικούς τόνους της. Αυτές οι κουκκίδες είναι τα ράστερς που χρησιμοποιούνται στις γραφικές τέχνες.
Σκοπός του ράστερ είναι η απόδοση του σωστού χρώματος. Για να γίνει αυτό, στο Postscript αρχείο αποθηκεύονται όλα τα ποσοστά χρώματος CMYK που έχουν οριστεί για κάθε στοιχείο της σελίδας. Τα ποσοστά αυτά κατά τη μετάφραση του αρχείου Postscript από το πρόγραμμα rip, μετατρέπονται σε αντίστοιχους τόνους του γκρι. Η εικόνα που δημιουργείται στο στάδιο αυτό, περιέχει τους τόνους, οι οποίοι στη συνέχεια από τον εικονοθέτη αποτυπώνονται σε αντίστοιχες ποσότητες κουκίδων raster πάνω film.
Για παράδειγμα όταν σε ένα σχήμα οριστεί μια απόχρωση με ποσοστό 60% CYAN, τότε αυτό αντιστοιχεί με 60% ράστερ στο σημείο του film που καταλαμβάνει η αποτύπωση του συγκεκριμένου σχήματος. Το ίδιο θα συμβεί για κάθε σημείο της σελίδας. Δηλαδή η κάθε απόχρωση δημιουργείται πάντα σε συνάρτηση με την ποσότητα και την πυκνότητα των κουκίδων του ράστερ πάνω στο film.

DPI – LPI
Τα DPI (Dots Per Inch) και τα LPI (Line Per Inch) είναι δύο παράμετροι που ορίζονται κατά τη διαδικασίαPostscript. Από αυτές κρίνεται κατά ένα μεγάλο μέρος το αποτέλεσμα μιας εργασίας στην εκτύπωση.
Ο προσδιορισμός των δύο παραμέτρων κρίθηκε απαραίτητος από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η δυνατότητα εκτύπωσης με ράστερς έχει κάποιο περιορισμό. Το πλήθος (οι γραμμές –lines) των ράστερς δεν μπορεί να είναι απεριόριστο σε μια εκτύπωση. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται τόσο στα υλικά που χρησιμοποιούνται όπως το χαρτί, τα μελάνια, οι μηχανές κ.λ.π., όσο και στην αδυναμία του ανθρώπινου ματιού να αντιλαμβάνεται ορισμένα πράγματα.
Όσο αφορά τα υλικά, οι τιμές των DPI και LPI ποικίλουν για παράδειγμα, ανάλογα με τον τύπο του χαρτιού που θα χρησιμοποιηθεί (χαρτί με ειδική επίστρωση, uncoated ή απλό χαρτί γραφής κ.ά). Οι παράμετροι αυτές αλλάζουν ανάλογα και με τον τρόπο εκτύπωσης. Άλλες τιμές δίνονται για εκτύπωση offset και άλλες όταν πρόκειται να τυπωθεί μια δουλειά με την μέθοδο της μεταξοτυπίας.

Τι είναι όμως τα DPI και τα LPI; 

Πως χρησιμοποιούνται και ποια είναι η σχέση μεταξύ τους ;

DPI (Dots Per Inch): Κατά τη διαδικασία δημιουργίας και εκτύπωσης μιας δουλειάς, τα DPI χρησιμοποιούνται σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται κατά το σκανάρισμα των εικόνων και καθορίζουν πόσα δείγματα (κουκκίδες) ανά ίντσα θα διαβάσει ο σκάνερ και στη δεύτερη περίπτωση περιγράφουν την ανάλυση με την οποία θα τυπώσει ο εικονοθέτης τα ράστερ πάνω στο φιλμ.

LPI (Line Per Inch): Η παράμετρος αυτή χρησιμοποιείται για να οριστεί πόσες γραμμές ράστερ θα τυπώσει ο εικονοθέτης πάνω στο film, ανά ίντσα. Οι γραμμές φαίνονται αν παρατηρήσει κανείς ένα εκτυπωμένο φιλμ. Οι κουκκίδες των ραστερς δεν βρίσκονται σε μια τυχαία διασπορά, άλλα έχουν μια αλληλουχία σχηματίζοντας γραμμές.
Για παράδειγμα εάν μια δουλειά πάει για εκτύπωση τότε συνήθως δίνετε η τιμή 150 LPI, ενώ όταν μια δουλειά πάει για μεταξοτυπία τότε η τιμή γίνετε 100 LPI. Η τιμή των 100 LPI δίνεται και στην περίπτωση εκτύπωσης σε απλό χαρτί γραφής.
Στο σημείο αυτό οι τιμές δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ποιότητα της δουλειάς άλλα και με την φύση των υλικών που χρησιμοποιούνται.
Οι δύο παράμετροι LPI και DPI λειτουργούν πάντα συνδυαστικά. Συνήθως καθορίζονται και οι δύο κατά τη διαδικασία δημιουργίας Postscript αρχείων. Στη συνέχεια περιγράφεται με ποιον τρόπο οι παράμετροι αυτές επηρεάζουν τόσο την ποιότητα των εικόνων κατά το σκανάρισμα όσο και την εγγραφή του φιλμ στον εικονοθέτη.



DPI και LPI κατά την ψηφιοποίηση εικόνων
Όσο αφορά την ψηφιοποίηση των εικόνων κατά το σκανάρισμα η σχέση μεταξύ των δύο παραμέτρων ακολουθεί ουσιαστικά δύο κύριες τάσεις. Η πρώτη λέει ότι η σχέση μεταξύ των δύο παραμέτρων εκφράζεται με τον λόγο ½ και η δεύτερη με τον λόγο 1/1,5. Οι λόγοι αυτοί ονομάζονται Quality Factors (QF).
Σύμφωνα, με την πρώτη εκδοχή αν μια εικόνα τυπωθεί στα 150 LPI, τότε πρέπει να σκαναριστεί στα 300 dpi. Ενώ σύμφωνα με την δεύτερη αν τυπωθεί στα ίδια LPI, πρέπει να σκαναριστεί στα 225 dpi (LPI Χ QF = DPI).
Στην προκειμένη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρίνει την ορθότητα της κάθε σχέσης.
Οι σχέσεις αυτές δημιουργήθηκαν περισσότερο από την παρατήρηση και τις δοκιμές πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Δηλαδή, σκανάρωντας δύο φωτογραφίες με ανάλυση την πρώτη στα 100dpi και την δεύτερη στα 300 dpi, αν τυπωθούν και οι δύο στα 150 LPI, τότε η διαφορά μεταξύ τους είναι σημαντική. Καλύτερη φυσικά εμφανίζεται η δεύτερη. Επαναλαμβάνοντας το ίδιο παράδειγμα, αλλά σκανάρωντας τις δύο φωτογραφίες με ανάλυση την πρώτη στα 300dpi και την δεύτερη στα 500 dpi, και τυπώνοντας τις στα 150LPI, τότε θα παρατηρηθεί ότι η διαφορά μεταξύ τους είναι ασήμαντη, ακόμη και στο πιο έμπειρο μάτι.
Επίσης εάν υπάρχει μια φωτογραφία στην οποία δεν είναι ανάγκη να αποδοθεί λεπτομέρεια (π.χ. ένα αφηρημένο φόντο ή ένα χιονισμένο τοπίο κ.ό.κ.) η ανάλυση των 225 dpi λειτουργεί εξίσου καλά.
Ένας ακόμα παράγοντας που παίζει ρόλο στην περίπτωση αυτή είναι και τα μεγέθη των αρχείων που προκύπτουν μετά την ψηφιοποίηση. Γιατί να σκαναριστεί μια φωτογραφία στα 500 dpi και να δημιουργούνται πολύ περισσότερα megabytes πληροφορίας, όταν με 300 ή 225 dpi ανάλυση αποδίδεται το ίδιο αποτέλεσμα με μικρότερο όγκο αρχείων ;
Το ερώτημα αυτό μοιάζει κρίσιμο και απασχολεί περισσότερο εκείνους που πρέπει να διαχειριστούν μεγάλο όγκο φωτογραφικού υλικού. Είναι ήδη γνωστό ότι όσο πιο υψηλή είναι η ανάλυση των εικόνων, τόσο μεγαλύτερα αρχεία δημιουργούνται.


DPI και LPI κατά τη δημιουργία των films
Η δεύτερη περίπτωση που οι δύο παράμετροι DPI και LPI συνδέονται, είναι όταν ο εικονοθέτης γράφει τα φιλμς. Στην περίπτωση αυτή τα LPI προσδιορίζουν το πλήθος των γραμμών ράστερς ανά ίντσα και τα DPIκαθορίζουν την ανάλυση της κάθε γραμμής ράστερ ανά ίντσα, που θα αποτυπωθεί στο φιλμ.
Η ανάλυση αυτή είναι ως το πλήθος των επιμέρους κουκίδων (Dots) από τις οποίες αποτελείται το κάθε ράστερ.
Παρατηρώντας ένα τυπωμένο φιλμ, είναι εμφανές ότι όλα τα ράστερ δεν έχουν το ίδιο μέγεθος. Σίγουρα, η αλλαγή του μεγέθους τους δεν οφείλετε σε κάποια διαδικασία οπτικής μεγέθυνσης ή σμίκρυνσης, αλλά στον τρόπο αποτύπωσης τους στο φιλμ.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε ράστερ είναι ένας νοητός, αυτόνομος και μικροσκοπικός πίνακας που αποτελείτε από επιμέρους κουκίδες (Σχήμα 2). Οι κουκίδες αυτές έχουν συγκεκριμένο πλήθος και η κάθε μια έχει ορισμένη θέση πάνω στον πίνακα αυτόν. Ο πίνακας έχει μέγεθος 16Χ16 Dots. Δηλαδή, κάθε ράστερ αποτελείται από 256 επιμέρους κουκίδες συν μια, η οποία αντιπροσωπεύει το λευκό. Ανάλογα με την τιμή που καλείται να πάρει το κάθε ράστερ, μπορεί να εμφανίσει από 0 έως και 256 επιμέρους κουκίδες κάθε φορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πως μπορούν να αποδοθούν πάνω στο φιλμ μέχρι και 256 τόνοι του γκρι. (gray level).


Οι επιμέρους κουκκίδες ενός ράστερ


Οι επιμέρους κουκκίδες έχουν συγκεκριμένο τρόπο που τοποθετούνται μέσα στον πίνακα του ράστερ. Η αποτύπωσή τους ξεκινάει πάντα από το κέντρο του πίνακα και εξελίσσεται σταδιακά και ομοιόμορφα προς τα άκρα.
Για παράδειγμα εάν σε ένα ράστερ πρέπει να αποδοθεί μια τιμή 25% τότε οι επιμέρους κουκκίδες, ξεκινώντας από το κέντρο προς τα άκρα, καλύπτουν ισομετρικά το ¼ της επιφάνειας του και το υπόλοιπο παραμένει κενό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα διαφορετικά μεγέθη ράστερς.
Η οριζόντια παράταξη των ράστερς σε γραμμές και η ανάλογη διάταξη των κέντρων τους σχηματίζουν την ροζέτα. Η ροζέτα είναι ένας σχηματισμός αποδεκτός από το ανθρώπινο μάτι. Σε περίπτωση που ο σχηματισμός αυτός χαλάσει, τότε εμφανίζεται το φαινόμενο του μουαρέ.
Τέλος, για να υπολογιστούν τα DPI σε περίπτωση εκτύπωσης φιλμ 150 LPI (δηλαδή 150 γραμμές ανά ίντσα) πολλαπλασιάζεται το πλήθος των LPI με το 16 (το ύψος της κάθε γραμμής σε Dots). Αρα σύμφωνα με το παράδειγμα θα έχουμε 150 Χ16 = 2.400 dpi. Οι τιμές που παίρνουν συνήθως τα DPI σε αυτές τις περιπτώσεις είναι 1200, 1270, 2400, 2540 κ.ά.



Σχετικά άρθρα


Βιβλιογραφία
«Σύγχρονη Λογοτεχνία» Εκδόσεις ΙΩΝ
«Τεχνικός Οδηγός της Offset» Κοσμά Δ. Τσολάκου
«Γραφικές Τέχνες» Γ. Σακελαρίδη


Σχόλια