1 Οὐρανὸς θάλασσα δάσος χιόνι αἷμα φωτιὰ καπνιὰ στάχτη ῥόδο κρόκος ἴον θειάφι χρυσὸς ἄργυρος χαλκὸς ἦταν γιὰ τὸν προϊστορικὸ ἄνθρωπο τὰ δεκαπέντε φυσικὰ ὑποδείγματα γιὰ τὰ δεκατρία κυριώτερα χρώματα, λευκὸ μαῦρο ἀσημὶ σταχτὶ κόκκινο ῥόδινο (ῥὸζ) κίτρινο κρόκινο (πορτοκαλὶ) πύρινο πράσινο γαλάζιο οὐρανὶ ἰῶδες (μενεξεδένιο). ἡ δὲ ἶρις σὲ καλοκαιρινὸ ἀπόβροχο καὶ τ̉ ἀνθισμένο λιβάδι τὴν ἄνοιξι τοῦ ἦταν δυὸ ἀξιόλογα δειγματολόγια χρωμάτων. δὲν τοῦ ἦταν ὅμως ὅλ̉ αὐτὰ τὰ δείγματα καὶ πηγὲς τῆς ἀντίστοιχης
χρωστικῆς οὐσίας˙ δὲν βάφει κανεὶς γαλάζιο μὲ θαλασσινὸ νερὸ οὔτε λευκὸ μὲ χιόνια. τρία μόλις ἀπὸ τὰ παραπάνω ὑποδείγματα εἶναι πηγὲς καὶ προμηθευταὶ καὶ χρωστικῶν οὐσιῶν ἀντιστοίχων, καπνιὰ κρόκος αἷμα˙ καὶ τὰ δυὸ ἀπ̉ αὐτά, ὁ κρόκος καὶ τὸ αἷμα, μόνο μετὰ ἀπὸ πολύπλοκη καὶ κοπιαστικὴ ἐξεργασία. παρ̉ ὅλο δὲ ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ἔβλεπαν στὴ φύσι τὰ χρώματα ζωηρά, σπανίως εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιτύχουν κι αὐτοὶ στὴν τέχνη τῆς χρώσεως τὴ ζωηρότητά τους, καὶ τὴν ἐπιτύχαιναν πολὺ δύσκολα.
2 Ἡ φύσι τῶν χρωμάτων ἀπασχόλησε δυὸ μεγάλους ἀρχαίους Ἕλληνες ἐπιστήμονες, τὸν Ἀριστοτέλη (384 - 322 π.Χ.) καὶ τὸν Ἀρίσταρχο τὸ Σάμιο (285 - 215), ποὺ ἀνακάλυψε κι ὅτι τὸ πλανητικὸ σύστημα εἶναι ἡλιοκεντρικό. ὁ Ἀριστοτέλης κατάλαβε ὅτι ὑπάρχει στὴ φύσι χρωματικὴ κλίμακα (στὴ μικρὴ διατριβή του Περὶ χρωμάτων), ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ὅτι τὰ χρώματα στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι δὲν ὑπάρχουν, ὅτι δηλαδὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀναλυμένο ἀνάλογα μὲ τὸ σῶμα στὸ ὁποῖο προσπίπτει¹. χρειάστηκαν δυὸ χιλιετίες καὶ περισσότερο, γιὰ ν̉ ἀναλυθῇ τὸ φῶς, ν̉ ἀνακαλυφθῇ ὅτι ἡ ἶρις (οὐράνιο τόξο) δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀνάλυσί του στὴ φύσι, καὶ νὰ προσδιοριστοῦν τὰ κύματα τῆς ἀκτινοβολίας του, τὰ μήκη τους, καὶ ὅτι τὰ διάφορα μήκη ὀφείλονται στὰ διάφορα στοιχεῖα τῆς ὕλης ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐκπέμπονται, ὅταν τὰ στοιχεῖα εἶναι πυρακτωμένα ἢ καὶ τηγμένα ἢ κι ἐξαεριωμένα καὶ ἀκτινοβολοῦν.
χρωστικῆς οὐσίας˙ δὲν βάφει κανεὶς γαλάζιο μὲ θαλασσινὸ νερὸ οὔτε λευκὸ μὲ χιόνια. τρία μόλις ἀπὸ τὰ παραπάνω ὑποδείγματα εἶναι πηγὲς καὶ προμηθευταὶ καὶ χρωστικῶν οὐσιῶν ἀντιστοίχων, καπνιὰ κρόκος αἷμα˙ καὶ τὰ δυὸ ἀπ̉ αὐτά, ὁ κρόκος καὶ τὸ αἷμα, μόνο μετὰ ἀπὸ πολύπλοκη καὶ κοπιαστικὴ ἐξεργασία. παρ̉ ὅλο δὲ ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ἔβλεπαν στὴ φύσι τὰ χρώματα ζωηρά, σπανίως εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιτύχουν κι αὐτοὶ στὴν τέχνη τῆς χρώσεως τὴ ζωηρότητά τους, καὶ τὴν ἐπιτύχαιναν πολὺ δύσκολα.
2 Ἡ φύσι τῶν χρωμάτων ἀπασχόλησε δυὸ μεγάλους ἀρχαίους Ἕλληνες ἐπιστήμονες, τὸν Ἀριστοτέλη (384 - 322 π.Χ.) καὶ τὸν Ἀρίσταρχο τὸ Σάμιο (285 - 215), ποὺ ἀνακάλυψε κι ὅτι τὸ πλανητικὸ σύστημα εἶναι ἡλιοκεντρικό. ὁ Ἀριστοτέλης κατάλαβε ὅτι ὑπάρχει στὴ φύσι χρωματικὴ κλίμακα (στὴ μικρὴ διατριβή του Περὶ χρωμάτων), ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ὅτι τὰ χρώματα στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι δὲν ὑπάρχουν, ὅτι δηλαδὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀναλυμένο ἀνάλογα μὲ τὸ σῶμα στὸ ὁποῖο προσπίπτει¹. χρειάστηκαν δυὸ χιλιετίες καὶ περισσότερο, γιὰ ν̉ ἀναλυθῇ τὸ φῶς, ν̉ ἀνακαλυφθῇ ὅτι ἡ ἶρις (οὐράνιο τόξο) δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀνάλυσί του στὴ φύσι, καὶ νὰ προσδιοριστοῦν τὰ κύματα τῆς ἀκτινοβολίας του, τὰ μήκη τους, καὶ ὅτι τὰ διάφορα μήκη ὀφείλονται στὰ διάφορα στοιχεῖα τῆς ὕλης ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐκπέμπονται, ὅταν τὰ στοιχεῖα εἶναι πυρακτωμένα ἢ καὶ τηγμένα ἢ κι ἐξαεριωμένα καὶ ἀκτινοβολοῦν.
3 Ἕνα ἄλλο ζήτημα, ποὺ ἀπασχόλησε τὸν Ἀριστοτέλη τόσο στὴν προειρημένη διατριβή του εἰδικῶς ὅσο καὶ σ̉ ἄλλα ἔργα του παρεμπιπτόντως, εἶναι ἡ χρῶσι˙ τὸ πῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σώματα ποὺ ἔχουν τὸ χρῶμα τους φυσικὸ ὅπως λ.χ. ὁ χρυσὸς ὁ χαλκὸς τὸ θεῖον, ἄλλα σώματα προσλαμβάνουν ἐκ τῶν ὑστέρων χρῶμα ἀπὸ διάφορες οὐσίες μὲ τὶς ὁποῖες χρίονται ἢ μέσα στὶς ὁποῖες ἐμβαπτίζονται, ἢ καὶ τὸ πῶς ἀποχρωματίζονται. ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτὰ γίνονται μὲ κάποια δρᾶσι μόνο χημικὴ ἢ μηχανική, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ προσδιορίσῃ ἀκριβέστερα. ὁπωσδήποτε ὅμως ἔχει καταλάβει ὅτι σώματα, ποὺ ἔχουν ἕνα χρῶμα φύσει, ὅπως λ.χ. τὸ (σιδηροῦχο) αἷμα, διεισδύουν κι ἐπικάθονται στοὺς πόρους καὶ στὴν ἐπιφάνεια τοῦ σώματος ποὺ χρωματίζεται. τὸν ἀπασχόλησε ἐπίσης καὶ τὸ ποιές δυὸ ἢ περισσότερες χρωστικὲς οὐσίες, ἂν ἀναμιχθοῦν σὲ διάφορες ἀναλογίες, ποιά χρώματα δίνουν ὡς συνδυασμός. στὸ μέρος αὐτὸ μπερδεύεται βέβαια μεταξὺ θεωρητικῆς φυσικῆς καὶ πρακτικῆς χημείας, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσῃ ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ φύσι τοῦ χρώματος —τὸ ἀκτινοβολούμενο κῦμα χρώματος ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα— καὶ ἄλλο ἡ βαφὴ λευκοῦ μαλλιοῦ μὲ κόκκινη πορφύρα καὶ ἡ ἀνάμιξι χρωστικῶν οὐσιῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει ἄλλο χρῶμα. ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἄλλοτε γίνεται ἔτσι κι ἄλλοτε ἔτσι, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ταξινομήσῃ τὶς περιπτώσεις μ̉ ἕνα φυσικὸ κριτήριο καὶ νὰ διακρίνῃ τὸ φύσει καὶ τὸ τέχνῃ.
4 Δὲν ἔπιασαν ἐπίσης οἱ ἀρχαῖοι ὅτι τὸ μαῦρο (μέλαν) δὲν εἶναι χρῶμα, ἀλλ̉ ἀπουσία χρώματος, προφανῶς ἐπειδὴ τοὺς μπέρδευε τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα ἀντικείμενο τὸ βάφουμε μαῦρο πάλι μὲ ἐπάλειψι μὲ κάποια μαύρη οὐσία ὅπως ἡ καπνιά, σὰ νὰ βάφαμε τὸ σῶμα αὐτὸ κόκκινο μὲ αἷμα˙ ἀκριβῶς δηλαδὴ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ ξεχωρίσουν τὴ φυσικὴ πηγὴ τοῦ χρώματος, τὸ ἀκτινοβόλο πυρακτωμένο στοιχεῖο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὴ ΄΄μαγειρεμένη μπογιὰ΄΄ ποὺ ἀλείφεται πάνω σ̉ ἕνα ἀντικείμενο καὶ τὸ χρωματίζει, ἢ τὴν ἀνάμιξι δυὸ χρωστικῶν οὐσιῶν ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει ὡς μῖγμα μιὰ ἄλλη ΄΄μαγειρεμένη χρωστικὴ οὐσία΄΄. κάποιοι ἁπλοϊκώτεροι ἐπίσης συγχέουν τὸ λευκὸ μὲ τὸ ἄχρωμο.
5 Γόνιμη ἀρχὴ γιὰ τὴ λύσι τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἔκανε βέβαια ὁ Ἀρίσταρχος μὲ τὴ μεγαλοφυῆ σύλληψί του ὅτι στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι τὰ χρώματα δὲν ὑπάρχουν, ἀλλ̉ ἡ σχετικὴ ἔρευνα ἀνακόπηκε ἤδη τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα, γιὰ νὰ συνεχιστῇ μετὰ δυὸ χιλιετίες καὶ πλέον στὴ μετατυπογραφικὴ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, ἐπειδὴ οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸν περιφρόνησαν καὶ τὸν χλεύασαν, ἀκόμη καὶ τὸν ἀπείλησαν —ὁ φιλόσοφος Κλεάνθης εἰσηγήθηκε καὶ τὴ θανατική του ἐκτέλεσι—, ὅπως ἔκαναν καὶ γιὰ τὴν ἄλλη ἀνακάλυψί του, τὸ ἡλιοκεντρικό, καὶ ὄχι γεωκεντρικό, πλανητικὸ σύστημα. τὸν φθόνησε καὶ τὸν χλεύασε ἀκόμη κι ὁ συμφοιτητής του ὁ μεγάλος Ἀρχιμήδης². οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν πολὺ αὐτοκαταστροφικοί, ὅταν ἀναφλεγόταν ὁ φθόνος των˙ ὄχι μόνο στὴν πολιτικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπιστήμη. οἱ δὲ κομπλεξικοὶ φιλόσοφοι ἦταν στὴ διαδικασία αὐτὴ σκέτες γάγγραινες.
6 Ἀνάμεσα στὸν Ἀριστοτέλη καὶ στὸν Ἀρίσταρχο κι ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους Θεόφραστος ἔγραψε διατριβὴ Περὶ χρωμάτων. καὶ τοὺς δυό, διδάσκαλο καὶ μαθητή, ἀπασχόλησε καὶ τὸ ζήτημα τοῦ ξεθωριάσματος καὶ τοῦ πλήρους ἀποχρωματισμοῦ. ὁ Θεόφραστος μάλιστα, ποὺ μὲ τὴ διατριβή του Περὶ λίθων ὑπῆρξε καὶ πρῶτος καὶ μεγάλος γεμμολόγος καὶ ἱδρυτὴς τῆς γεμμολογίας, εἶχε πολλὴ πεῖρα καὶ στ̉ ἀνεξίτηλα ἀνόργανα χρώματα τῶν πολυτίμων λίθων, τὰ ὁποῖα δὲν ξεθωριάζουν ὅπως οἱ ὀργανικὲς χρωστικὲς οὐσίες καὶ χρώσεις. καὶ οἱ δυὸ ὅμως δὲν γνωρίζουν τὸ ὀξυγόνο τὴ δρᾶσι του καὶ τὴ βραδεῖα καῦσι τοῦ ἄνθρακος τῶν ὀργανικῶν χρωστικῶν οὐσιῶν ποὺ συντελεῖται μὲ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ὀξυγόνου τῆς ἀτμοσφαίρας, μὲ τὴν ὁποία καῦσι γίνεται τὸ ξεθώριασμα τῶν ὀργανικῶν χρωμάτων, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ φαινόμενο τῆς διαφορᾶς ἐξιτήλου κι ἀνεξιτήλου χρώματος, οὔτε κἂν ὅτι τὸ κριτήριό της εἶναι ὀργανικὰ καὶ ἀνόργανα χρώματα.
7 Τὰ χρώματα βέβαια φαίνονται νὰ συσπειρώνωνται σὲ ἐννιὰ ὁμάδες, ὅσα εἶναι τὰ φαινομενικὰ ἑφτὰ χρώματα τῆς ἴριδος σὺν τὸ λευκό, ποὺ εἶναι μιγαδικὸ ἀποτέλεσμα τῆς συγκεντρωτικῆς ἀκτινοβολίας καὶ τῶν ἑφτὰ χρωμάτων τῆς ἴριδος, σὺν τὸ μαῦρο, ποὺ δὲν εἶναι χρῶμα, ἐνῷ σήμερα ἡ ἐπιστήμη γνωρίζει ἑκατομμύρια χρωμάτων, ὅσα εἶναι καὶ τὰ ὑλικὰ στὴ γῆ καὶ στὸ σύμπαν, ἐπειδὴ τὸ καθένα ἀκτινοβολεῖ στὸ δικό του μῆκος κύματος καὶ ἀνακλᾷ τὸ μιγαδικὸ φῶς μὲ τὴ δική του συχνότητα. εἶναι ὅμως τὰ βασικὰ χρώματα 90, ὅσα καὶ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης. τὰ ἑκατομμύρια τῶν χρωμάτων συσπειρώνονται γύρω ἀπὸ τὰ 90, καὶ οἱ 90 ὁμάδες γύρω ἀπὸ τὶς 8 πλὴν τοῦ μαύρου μεγάλες ὁμάδες ποὺ ἀνέφερα. τὸ μαῦρο δὲν ἔχει ἀποχρώσεις —δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχῃ ἀποχρώσεις τὸ ΄΄μὴ χρῶμα΄΄—, ἀλλὰ μόνο διαβαθμίσεις μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λευκοῦ, ὅπως ἀνθρακὶ μολυβὶ σταχτὶ κλπ..
8 Ἐντελῶς ὑποκειμενικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ ἰδιαίτερο αἴσθημά του ἔναντι τῶν διαφόρων χρωμάτων. εἶναι ζήτημα ἀνοχῆς τοῦ ματιοῦ του καὶ τῶν νεύρων του. ἔτσι τὸ κόκκινο χρῶμα εἶναι γι̉ αὐτὸν γλυκὸ ἔντονο καὶ κυρίαρχο, τὸ κίτρινο καὶ τὸ πορτοκαλὶ πολὺ γλυκὰ ἔντονα καὶ κυρίαρχα κι ἐπὶ πλέον ἐρεθιστικά (γι̉ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦνται σὲ πινακίδες τῆς τροχαίας καὶ στὰ προειδοποιητικὰ ἐπιρράμματα στὴν ἐργατικὴ ἐνδυμασία αὐτῶν ποὺ κινοῦνται πολὺ σὲ πολυσύχναστους αὐτοκινητοδρόμους), τὸ πράσινο τὸ ἰῶδες καὶ τὸ μαῦρο ξεκουραστικὰ τῶν ματιῶν, τὸ μαῦρο μέχρι καὶ κατασταλτικὸ ἢ καὶ καταθλιπτικό, τὸ γαλάζιο καταπραϋντικὸ καὶ χαλαρωτικό.
9 Ὅσο γιὰ τὴ θεωρία ὅτι τὰ ἄλλα ζῷα καὶ μάλιστα τὰ ἔντομα βλέπουν τὰ χρώματα ἀλλιῶς, λ.χ. τὸ πράσινο ὡς κόκκινο, τὸ κόκκινο ὡς γαλάζιο, κλπ., ὁμολογῶ ὅτι δὲν ἔχω πεισθῆ ἀκόμη νὰ τὴ δεχτῶ. δὲν βλέπω πῶς εἶναι δυνατὸν ν̉ ἀποδειχτῇ αὐτό. ἐντελῶς θεωρητικὰ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἐγὼ ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβαίνῃ καὶ μεταξὺ δυὸ ἀνθρώπων ποὺ συμβιώνουν ἐπὶ 70 χρόνια, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφτοῦν. πῶς θὰ μποροῦσε ν̉ ἀποδειχτῇ ὅτι συμβαίνει ἢ δὲν συμβαίνει;
10 Ὅσα εἶπα μέχρι ἐδῶ γιὰ τὴ φύσι τῶν χρωμάτων καὶ τὸ μέτρο τῆς γνώσεώς της κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, τὰ εἶπα εἰσαγωγικῶς. ἐκεῖνο ποὺ προτίθεμαι κυρίως εἶναι νὰ δώσω γλωσσικῶς τὰ ὀνόματα τῶν χρωμάτων ποὺ ἀνευρίσκονται στ̉ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα καὶ τὸ ποιό ἀκριβῶς χρῶμα προσδιορίζει τὸ καθένα. ἑρμηνευτικὸ καὶ γλωσσικὸ εἶναι τὸ κύριο ἐνδιαφέρον μου. βρῆκα λοιπὸν γύρω στὰ 70 ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ὀνόματα χρωμάτων, χωρὶς νὰ ἐννοῶ ὅτι τὰ βρῆκα ὅλα. καὶ χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι πρόθεσί μου. ἐπειδὴ οἱ λέξεις ὁποιασδήποτε γλώσσης (καὶ μάλιστα μόνο τὰ ὀνόματα καὶ οἱ μετοχὲς) εἶναι πολὺ λιγώτερες ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα χρώματα, γι̉ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν ὄνομα ὅλα˙ ἔχουν μόνον ἀριθμό. παρὰ ταῦτα στὴν πρᾶξι οἱ ἄνθρωποι προσδιορίζουμε σήμερα περίπου μιὰ ἑκατοντάδα ὠνομασμένων χρωμάτων μὲ τ̉ ἀρχαῖα ἢ καὶ τὰ νεώτερά τους ὀνόματα, κόκκινο κίτρινο πράσινο γαλάζιο μαῦρο λευκὸ κλπ.. ἀπὸ τὰ 70 ἀρχαῖα ὀνόματα χρωμάτων ἄλλα σημαίνουν ἀποχρώσεις (χρωματικὲς παραλλαγὲς) τῶν κεντρικῶν χρωμάτων, ἄλλα σημαίνουν τὸ ἴδιο χρῶμα ἀλλὰ τὸ καθένα ἀπὸ τὶς διαφορετικὲς χρωστικὲς οὐσίες του, συνήθως φυτικές, λιγώτερες ζωϊκές, καὶ σπανίως ἀνόργανες, κι ἄλλα πέρα ἀπὸ τὴν ἐποχιακὴ ἢ διαλεκτικὴ διαφορά τους δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε ἄλλο˙ σὰ νὰ λὲς ἑλληνιστὶ μέλαν, λατινιστὶ atrum, καὶ νεοελληνιστὶ μαῦρο. ὅπως παρατήρησα, μέσ̉ ἀπὸ τ̉ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα προκύπτουν γιὰ τὰ χρώματα τέσσερα πρακτικὰ ζητήματα˙ ἡ ὄψι τοῦ χρώματος, δηλαδὴ κόκκινο κίτρινο πράσινο γαλάζιο κλπ., τὸ ὄνομα τοῦ χρώματος, δηλαδὴ κόκκινον ἐρυθρὸν πορφυροῦν φοινικοῦν κλπ., ἡ πηγὴ τοῦ ὀνόματος, δηλαδὴ ὅτι τὸ χρυσοῦν παράγεται ἀπὸ τὸ μέταλλο χρυσός, τὸἀργυροῦν ἀπὸ τὸ μέταλλο ἄργυρος, τὸ πορφυροῦν ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ θαλασσίου κογχυλιοῦ πορφύρα, τὸ κίτρινον ἀπὸ τὸν ἐδώδιμο καρπὸ κίτρον (= λεμόνι), κλπ., καὶ ἡ χρωστικὴ οὐσία, λ.χ. αἰθάλη γύψος πορφύρα μίλτος ὤχρα κλπ.. τέλος μερικὲς φορὲς δὲν ἀνευρίσκεται τὸ ὄνομα τοῦ χρώματος, ἀλλὰ μόνο τῆς χρώσεως ἢ τοῦ ἐγχρώμου ἢ τῶν δύο˙ λ.χ. εἰς ἀκέραιον˙ χρῶμα κόκκινον, χρῶσι κόκκος,ἔγχρωμο κόκκινος˙ ἐνῷ ἐλλιπῶς˙ χρῶμα ἀνεύρετο, χρῶσι μίλτος, ἔγχρωμομιλτόχρους.
11 Ἐδῶ λοιπὸν θὰ ἐξετάσω 70 περίπου ὀνόματα χρωμάτων ταξινομώντας τα σὲ ὀχτὼ χρωματικὲς ὁμάδες· ἐπειδὴ δυὸ χρώματα τῆς ἴριδος, θαλασσὶ καὶ οὐρανί, τὰ ἐξετάζω ὡς ἕνα, κυανοῦν. περισσότερα ὀνόματα συσπειρώνονται γύρω ἀπὸ τὸ κόκκινο, τὸ ἀγαπημένο χρῶμα τῶν ἀρχαίων. δεύτερο ἔρχεται τὸ κίτρινο, καὶ τρίτο τὸ λευκό. ἔπειτα ἔρχονται τὰ ἄλλα χρώματα. εἶναι δὲ οἱ ὀχτὼ ὁμάδες μὲ τὸ ἀρχαῖο τους κεντρικὸ ὄνομα λευκὸν μέλαν ἐρυθρὸν κίτρινον κρόκινον (πορτοκαλί)πράσινον κυανοῦν ἰῶδες (μώβ). τὰ ὀνόματα τῶν χρωμάτων παράγονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς χρωστικῆς ὕλης (λ.χ. πορφύρα - πορφυροῦν), δευτερευόντως ἀπὸ τὸ φυσικὸ ὑπόδειγμα τοῦ χρώματος (λ.χ. μῆλον - μήλινον = μηλοπράσινο), κι ἔπειτα ἀπὸ ἄλλα (λ.χ. λευκόν). σήμερα τοὐλάχιστο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σχεδὸν ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν χρωμάτων παράγονται ἀπὸ τὸ φυσικὸ ὑπόδειγμά τους (λ.χ. ἀσημὶ θαλασσὶ κυπαρισσὶ λαχανὶ σταχτὶ καστανὸ μηλοπράσινο χαλκόχρωμο σιδερόχρωμο σιταρένιο κλπ.). περίπου τὰ μισὰ εἶναι κλιτὰ δευτερόκλιτα σὰν τὸ καστανὸ τὰ δὲ ἄλλα μισὰ ἄκλιτα σὰ τὰ λαχανὶ σμαραγδὶ οὐρανί κλπ., ἐνῷ ὅλα τὰ ἐννοοῦμε ὡς οὐδέτερα, ἀκόμη καὶ τὰ ἄκλιτα. καὶ ἔρχομαι στὴν ἐξέτασι τῶν ὀνομάτων τῶν χρωμάτων.
12 Α΄. Λευκόν. τὸ χρῶμα τοῦ χιονιοῦ˙ νεοελληνιστὶ καὶ ἄσπρο. στὴν ἰδανική του ὄψι καὶ διάλευκον κατάλευκο ὁλόλευκο κάτασπρο ὁλόασπρο.
13 Στὴν ὁμάδα τοῦ λευκοῦ φαίνεται ν̉ ἀνήκῃ καὶ τὸ χρῶμα ἀργύρεον ἢἀργυροῦν, γι̉ αὐτὸ κατὰ τὰ προϊστορικὰ χρόνια στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τὰ δυὸ χρώματα εἶχαν τὸ κοινὸ ὄνομα ἀργόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγεται τὸ ἄργυρος καὶ τὸἀργυροῦν³. ἀργυροῦν εἶναι τὸ χρῶμα τῶν μετάλλων πλὴν τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ χαλκοῦ˙ κυρίως ὅμως τοῦ ἀργύρου, τοῦ ὑδραργύρου, καὶ τοῦ σημερινοῦ κοινοῦ καθρέφτη ποὺ εἶναι ἐπιφάνεια τῶν δυὸ αὐτῶν μετάλλων προστατευμένη μὲ διαφανὲς γυαλί. δὲν εἶναι βέβαια ἀκριβῶς τὸ λευκό. εἶναι ὅμως τὸ χρῶμα τοῦ μεσημβρινοῦ ἡλίου καὶ τοῦ ἡμερησίου φωτός, γι̉ αὐτὸ καὶ στὴν προϊστορικὴ ἑλληνικὴ ὁ ἥλιος λεγόταν ἄργος, κι ὡς εἰδωλικὴ θεότης Ἄργος, ἔπειτα δὲ ὡς ζέωνκαὶ φαέθων (ποὺ ζέει - ζεματάει καὶ φαέθει - φωτίζει) λεγόταν μὲ τὰ προσωνύμιαζεὺς Ἄργος καὶ φαέθων Ἄργος, κι ἔπειτα μόνο μὲ τὰ προσωνύμια Ζεὺς καὶΦαέθων⁴, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ὑλικὰ διφθέρα μῆλον βύβλος πῆραν πρῶτα τὰ προσωνύμια Περγαμηνὴ διφθέρα, Δαμασκηνὸν μῆλον, πάπυρος βύβλος (πάπυροςαἰγυπτιστὶ θὰ πῇ ΄΄ἱερατικός΄΄), κι ἔπειτα ἔμειναν μόνο μὲ τὰ προσωνύμια ὡς κύρια ὀνόματα περγαμηνὴ πάπυρος δαμασκηνὸν (καὶ μὲ λατινοφράγκικο τονισμὸδαμάσκηνον, κατὰ τὸ Παλαιστινὴ - Palaestina - Παλαιστίνη). στὴ νεοελληνικὴ τὸ ἀργυροῦν χρῶμα λέγεται πάλι ἀργυροῦν ἢ ἀργυρὸ ἢ ἀργυρένιο, ἀλλὰ καὶ ἀσημὶ μεταλλὶ σιδερί. τὰ μέταλλα αὐτοῦ τοῦ χρώματος βέβαια ἔχουν τὸ καθένα καὶ τὴ μόλις διακριτὴ ἀπόχρωσί του, λ.χ. ὁ σίδηρος πρὸς τὸ μαῦρο, τὸ ἀλουμίνιο πρὸς τὸ λευκό, ὁ μόλυβδος ὁ ψευδάργυρος καὶ τὸ χρώμιο πρὸς τὸ γαλάζιο τὸ καθένα σὲ ἄλλο βαθμό, ὁ ἀνίωτος σίδηρος (νικέλιο) πρὸς τὸ κίτρινο, καὶ ἄλλα πρὸς ἄλλο. ἀλλ̉ ὅταν βλέπωνται μεμονωμένα, φαίνονται ὅλα ἀκριβῶς τοῦ ἴδιου χρώματος˙ ἡ διαφορά τους διακρίνεται μόνον ὅταν παρατεθοῦν, καὶ ἀπὸ καλὸ μάτι. τὸ φυσικὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἀργυροῦ λέγεται ἄργυρος, τὸ ἔγχρωμο λέγεται ἀργὸς ἀργάεις ἀργήεις ἀργᾷς ἀργᾶς ἀργὴς ἀργυφὴς ἀργύφεος ἄργυφος ἀργυρόχροος - ἀργυρόχρους σιδηρόβαφος⁵ καὶ νεοελληνιστὶ ἀργυρὸς ἀργυρένιος ἀσημόχρωμος σιδερόχρωμος. ὅτι τὸ ἀργὸν ἢ ἀργυροῦν ἀρχικὰ ταυτιζόταν μὲ τὸ λευκὸντοὐλάχιστο στὴν ὀνομασία φαίνεται στὰ ὀνόματα πύγαργος (= ζαρκάδι μὲ λευκὰ ὀπίσθια), Ἄργος (ὁ λευκὸς σκύλος τοῦ Ὀδυσσέως), καὶ Ἀργὼ⁶ (λευκοβαμμένο πλοῖο ἀχαιικὸ σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὰ κοκκινοβαμμένα - μιλτοπάρῃα⁷ = κοκκινομάγουλα κρητομινωϊκὰ καὶ τὰ μέλανα δωρικὰ πλοῖα). δὲν ὑπάρχει ζαρκάδι ἢ σκύλος ἢ ἄλλο τριχωτὸ ζῷο ἀσημόχρωμο οὔτε τὸ πλοῖο εἶναι πιθανὸ νὰ ἦταν ἀσημόχρωμο.
14 Β΄. Μέλαν. τὸ χρῶμα τῆς αἰθάλης, τῆς καπνιᾶς (ἐξ οὗ καὶ μέλαθρον⁸ = καπνισμένο κτήριο, σπίτι καπνισμένο ἀπὸ τὴν ἑστία του καὶ ναὸς καπνισμένος ἀπὸ τὰ θυμιατίσματα). νεοελληνιστὶ καὶ μελανὸ ἢ μαῦρο. στὴν ἰδανική του ὄψικατάμαυρο ὁλόμαυρο.
15 Ἀνάμεσα στὸ λευκὸ καὶ στὸ μαῦρο διαβαθμίζονται κάποια ἐνδιάμεσα χρώματα. ἔκλευκον (λευκὸ μὲ κάποια παρέκκλισι, ἀχυρένιο, ἐκρού, κοκκαλί, ζαχαρί), μύινον (= ποντικί), φαιόν (σταχτί), τεφρόν (σταχτί), κερατοειδές, ψαρὸν (= χρῶμα τοῦ ψαρός, πτηνοῦ σὲ χρῶμα ξηροῦ ἀποφλοιωμένου ξύλου, παλιοῦ σανιδιοῦ)⁹, μολύβδεον - μολυβδοῦν (= χρῶμα τοῦ ἐλαφρῶς ὀξειδωμένου μολύβδου), νεοελληνιστὶ μολιβί˙ τὸ φυσικὸ ὑπόδειγμα μόλυβδος, καὶ τὸ ἔγχρωμομολυβδόχροον - μολυβδόχρουν μολυβδοφανής¹⁰, νεοελληνιστὶ μολυβδόχρωμο μολυβένιο μολιβί. καὶ τὸ πιὸ σκοῦρο ἀνθρακί.
16 Γ΄. Ἐρυθρόν. τὸ κόκκινο˙ τὸ πιὸ ἀγαπημένο χρῶμα τῶν ἀρχαίων Ἑβραίων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων, καὶ μᾶλλον ὅλων. ἐρυθρὸν εἶναι τὸ ἀρχαιότερο ἑλληνικό του ὄνομα, ποὺ ἐμφανίζεται τὸν ΙΕ΄ π.Χ. αἰῶνα στ̉ ἀρχαιότερα ἑλληνικὰ κείμενα˙ συναντᾶται δηλαδὴ στὶς ἀχαιικὲς συλλαβογραφικὲς πινακίδες τῆς Κνωσοῦ (Ε - ρυ - το - ρο = Ἔρυθρος, κύριο ὄνομα σὰν τὸ σημερινὸ ἐπώνυμο Κόκκινος, ΙΕ΄ π.Χ. αἰ.) καὶ τῆς Πύλου (δι - πτε - ρα ε - ρυ - τα - ρα = διφθέρα ἐρυθρά, δέρμα βαμμένο κόκκινο σὰν αὐτὸ τῶν κόκκινων παπουτσιῶν καὶ δερματίνων ῥούχων, ΙΓ΄ π.Χ. αἰ.).¹¹ τὸ χρῶμα αὐτὸ ἔχει τὰ περισσότερα ὀνόματα, ἀπὸ 16 τοὐλάχιστο ῥίζες, ἤτοιἐρυ- αἷμα φόνος (= αἷμα) πορφύρα ἁλουργὴς καρύκη πῦρ φλὸξ οἶνος μίλτος χαλκὸς κιννάβαρι πύρρα κόκκος ῥόδον ὕσγη, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 7 σημαίνουν τὸ φυσικὸ ὑπόδειγμα τοῦ χρώματος, οἱ 7 τὸ φυσικὸ πάλι ὑπόδειγμα τοῦ χρώματος ἀλλὰ συνάμα καὶ τὴ χρωστικὴ οὐσία, ἡ 1 τὴν προέλευσι καὶ τὴν κατεργασία βαφῆς, καὶ ἡ 1 εἶναι δυσεξιχνίαστη.
17 Τοῦ ὀνόματος ἐρυθρὸν τὸ -θρὸν βέβαια εἶναι κατάληξι, ἡ δὲ ῥίζα ρυ - ἢ ερυ -εἶναι κατ̉ ἀρχὴν ἀγνώστου σημασίας, ἀλλὰ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ῥίζα ru-τῶν λέξεων τῆς ἀδελφῆς λατινικῆς γλώσσης rubeo - rubens (= κοκκινίζω ἀπὸ ὑγεία ἢ λαχάνιασμα ἢ ντροπὴ ἢ ἄλλη αἰτία), rubens (lapis), ἡ μετοχή, σημαίνει τὸν κόκκινο σάπφιρο ἤτοι ῥουμπίνι, ruber (= κόκκινος), rubor ( = ἐρυθρότης, κοκκινάδα, κοκκίνισμα, ἐρύθημα, κοκκινωπὴ φλεγμονή), rubedo (= ἐρυθρότης, κοκκίνισμα),rubicus (= κοκκινιστός), rubicundus (= κάπως κόκκινος), rubicundulus (= κάπως λίγο κόκκινος), rubellus (= κοκκινάκης), rubellulus (= κοκκινακάκης), rubesco (= ἀρχίζω νὰ κοκκινίζω, κατὰ τὸ ἡβάσκω = ἀρχίζω νὰ ἡβάω), rubico (= εἶμαι κοκκινισμένος),Rubico - Ῥουβίκων (= ποταμὸς μὲ τὸ νερὸ θολὸ ἀπὸ κοκκινόχωμα, Ἐρυθρὸς Ποταμὸς κατὰ τὸ Ἐρυθρὰ Θάλασσα), rubefacio - rubefactus (= χρωματίζω κάτι κόκκινο, ὁ χρωματισμένος κόκκινος), rubellianus (= κόκκινο σταφύλι, κοκκινέλι),rubus καὶ rubeus (= κόκκινο βατόμουρο), rubetum (= κόκκινη βάτος), rubia (= τὸ χόρτο τῆς κόκκινης βαφῆς, τὸ ῥιζάρι), rubellio (= κόκκινο ψάρι), rubricus - rubrica (= κόκκινος, κόκκινη μπογιά, κόκκινη μελάνη), rubricatus (= ὁ βαμμένος κόκκινος),rubricosus (= κοκκινωπός). ἐπειδὴ τὸ μητρικὸ rubeo σημαίνει ΄΄κοκκινίζω΄΄, ἄρα πάλι ῥίζα εἶναι τὸ ΄΄αἷμα΄΄, ἡ ΄΄ὑπεραιμία΄΄ τοῦ κοκκινίσματος, φυσικὸ ὑπόδειγμα τοῦ χρώματος, ὅπως καὶ οἱ ῥίζες αἷμα φόνος πορφύρα ἁλουργὴς καρύκη. κι αὐτὸ σημαίνει τὸ προϊστορικὸ ἑλληνικὸ ἐρυθρὸς καὶ Ἔρυθρος. (ὅταν ἕνα ὄνομα γίνεται κύριο, ἀνεβάζει τὸν τόνο˙ Χρῆστος Λάμπρος Κάρπος Ἔραστος). πιθανῶς τὸ ρυ ἢ ruεἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ ρυ τοῦ ῥέω - ἐρρύην - ῥύσις - ῥύαξ - ῥυτὸν καὶ δηλώνει τὸ πῶς ἀντιλαμβανόταν τὸ κόκκινο αἷμα ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος σὰν κάτι ποὺ ξεπηδάει ἀπὸ τὸ τραῦμα ὡς κόκκινη ῥοὴ ποὺ κάνει ρρρρρού˙ ὁπότε εἶναι καὶ ἠχοποίητο˙ διότι ἀπὸ ἠχοποίητες πρωτόγονες λέξεις ἄρχισε ἡ γλῶσσα. ἐρυθρὸς - Ἔρυθρος ὁ κοκκινομάγουλος, ὁ πυρράκης (Γε 25, 25˙ Α΄ Βα 16, 12), ὁ χαλκόχρωμος ποὺ στάζει ὑγεία, ὁ ἡλιοψημένος, ὁ Κόκκινος ἢ Κοκκινάκης. ἡ πανάρχαιη ἐμφάνισι καὶ χρῆσι τῆς λέξεως, ἡ ἐτυμολογικὴ συγγένειά της μὲ ὁμοσήμαντη λέξι τῆς ἀδελφῆς λατινικῆς γλώσσης, καὶ ἡ κατὰ τὴν προϊστορικὴ γλῶσσα ὀλιγότης ἢ ἀπουσία ἐξειδικευμένων προσδιορισμῶν καὶ ὀνομάτων γιὰ τὶς λεπτὲς ἀποχρώσεις δείχνουν ὅτι τὸ ἐρυθρὸν εἶναι γενικὸ ὄνομα κάθε κοκκίνου χρώματος, ἀπὸ τὸ βυσσινὶ μέχρι τὸ πιὸ ἁπαλὸ ῥόζ. κατὰ τὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια στὴ μετάφρασι τῶν Ἑβδομήκοντα συναντᾶται ἀρκετὲς φορὲς ἡ ἔκφρασι δέρματα κριῶν ἠρυθροδανωμένα¹², ἤτοι ΄΄πρόβεια δέρματα βαμμένα κόκκινα΄΄ μὲ τὸ βαφικὸ φυτὸ ἐρυθρόδανον ἢ σήμερα στὴ βοτανικὴ ἐπιστήμη λεγόμενο ῥουβία ἡ βαφικὴ (rubia tinctoria)˙ εἶναι ἕνα σταχτὶ χνουδωτὸ φυτὸ μὲ καυλὸ τετράγωνης διατομῆς, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ χωρικοὶ κάναμε σάρωθρα τῆς αὐλῆς καὶ τοῦ μαντριοῦ˙ λέγεται λαϊκὰ ῥιζάρι καὶ παλιὰ χρησιμοποιόταν γιὰ νὰ βάφωνται κόκκινα τὰ μάλλινα˙ ἡ βαφή του ἔπιανε σὲ ζωϊκὲς ὗλες (μαλλὶ καὶ δέρμα). ἡ βιβλικὴ ἔκφρασι τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου δέρματα κριῶν ἠρυθροδανωμένα εἶναι συνομήλικη καὶ ταυτόσημη μὲ τὴν ἔκφρασι τῶν συλλαβογραφικῶν ἀχαιικῶν πινακίδων διφθέρα ἐρυθρὰ (δι - πτε - ρα ε - ρυ - τα - ρα)¹³. κατὰ τὰ ἑλληνορρωμαϊκὰ χρόνια ἐμφανίζεται καὶ τ̉ ὄνομα χρώματος ἐρυθρῶδες (= κοκκινωπὸ) γιὰ τὰ κοκκινόμαυρα σῦκα¹⁴.
18 Φόνος ἢ φοῖνος (κατὰ τὰ Φόβος - Φοῖβος, πόα - ποία, ῥόα - ῥοιά, ποῶ - ποιῶ, μόρα - μοῖρα, κλπ.) στὴν προϊστορικὴ ἑλληνικὴ λεγόταν τὸ αἷμα, γι̉ αὐτὸ καὶ τὸ ΄΄βάφω κόκκινα΄΄ λεγόταν φοινίσσω καὶ τὸ κόκκινο χρῶμα φοινὸν ἢ φοινικόεν - φοινικοῦν ἢ φοινίκεον, κι ὁ λαὸς Χαναὰν ποὺ κατεργαζόταν κι ἐμπορευόταν αὐτὸ τὸ χρῶμα λεγόταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Φοίνικες καὶ Φοίνισσαι (= βαφεῖς τοῦ κοκκίνου)¹⁵˙ κι αὐτὴ ἡ χρωστικὴ οὐσία ἦταν τὸ αἷμα τοῦ θαλασσίου κογχυλιοῦπορφύρα. ὁ τέτοιος κόκκινος στὸν Ὅμηρο λέγεται ἄλλοτε φοινὸς¹⁶ (αἵματι φοινὸς) κι ἄλλοτε φοινικόεις, στὸν Ἡρόδοτο φοινίκεος, στὸν Ξενοφῶντα φοινικοῦς, ἀλλὰ τὸν Ε΄ καὶ Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ἡ λέξι σημαίνει τὸ χρῶμα τοῦ πυρός, τὸ πύρινον ἢφλόγινον ἢ φλογῶδες, περίπου τὸ κεραμιδὶ ἢ σομόν˙ διότι ὁ Ἀριστοτέλης λέει˙ Αἱ καπνώδεις φλόγες καὶ οἱ ἄνθρακες, ὅταν ὦσι διακεκαυμένοι, φαίνονται χρῶμα ἔχοντες φοινικοῦν17. γι̉ αὐτὸ καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἐμφανίζονται καὶ τὰ προσδιοριστικώτερα καὶ πραγματολογικῶς πιὸ ἑστιασμένα πορφύρεον - πορφυροῦν καὶ ἁλιπόρφυρον¹⁸, κι ἀπὸ τὸν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα τὰ ἁλουργὲς - ἁλουργὸνκαὶ αἱματῶδες καὶ ἄλλα μὲ συνθετικὸ τὸ αἷμα, ποὺ δηλώνουν σαφῶς τὸ κογχύλιπορφύρα, τὸ αἷμα του, καὶ τὴ θάλασσα (ἅλα) ὅπου γίνεται αὐτὸ τὸ ἔργον ὡς ἁλιεία κι ὡς βαφικὴ ἐργασία¹⁹. στὰ κείμενα φαίνεται ὅτι τὸ πορφυροῦν ἢἁλουργὲς ἢ ἁλιπόρφυρον χρῶμα ἦταν κόκκινο ποὺ κλιμακωνόταν ἀπὸ βαθὺ βυσσινὶ μέχρι ἁπαλὸ ῥόζ. τὸν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα οἱ Σοφοκλῆς Εὐριπίδης καὶ Θουκυδίδης χρησιμοποιοῦν τὰ χρωστικὰ ὀνόματα αἱματώδης αἱμάτωψ αἱματωπὸς αἱματοβαφής²⁰, τὸν δὲ Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ Ξενοφῶν διακρίνει ὡς πρὸς τὸ χρῶμα τὰ ἐνδύματα φοινικίδες καὶ πορφυρίδες²¹, ὁ Πλάτων χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα χρώματος ἔναιμον²², κι ὁ Ἀριστοτέλης προσδιορίζοντας τὸ πορφυροῦν λέει ὅτιπορφυροειδὴς στὸ χρῶμα εἶναι ὁ ἥλιος ὅταν ἀνατέλῃ κι ὅταν δύῃ ἤτοι ΄΄βασιλεύει΄΄ (= ντύνεται βασιλικὴ πορφύρα)²³. ἡ πορφύρα ὡς χρῶμα ὑφάσματος στὶς Πράξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης λέγεται καὶ βασιλική²⁴˙ ἐπειδὴ εἶχε πλέον ἀπαγορευθῆ νὰ φοροῦν πορφυρᾶ οἱ μὴ βασιλεῖς, αὐτοὶ δὲ ἔδιναν τὴν ἄδεια σὲ μεγιστᾶνες των μόνο νὰ φοροῦν στενὲς ταινίες μόνο στὶς παρυφὲς τῶν ἱματίων τους, γι̉ αὐτὸ καὶ λέγονταν εὐπάρυφοι²⁵. στὰ ἑλληνορρωμαϊκὰ χρόνια ἐμφανίζονται καὶ οἱ λέξεις αἱμωπὸς αἱματοειδὴς καὶ αἱμώνια (σῦκα) τὰ κοκκινόμαυρα²⁶. ἡ καρύκη ἦταν ἕνα φαγώσιμο παρασκεύασμα τῶν Λυδῶν, σὰν τὸν ταραμᾶ καὶ τὸ λουκάνικο ἢ σαλάμι, καμωμένο ἀπὸ διάφορα τρόφιμα ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ αἷμα, καὶ γινόταν μὲ χτύπημα ὅπως ὁ ταραμᾶς ἢ τὸ αὐγολέμονο˙ γι̉ αὐτὸ κατὰ τὸ λεξικογράφο Ἡσύχιο τὸ συνταράττειν καὶ ἀναδεύειν (=χτύπημα κι ἀνακάτεμα) λεγόταν καρυκεύειν, ἐξ οὗ καὶ καρύκευμα²⁷. εἶναι λοιπὸν εὐνόητο ὅτι ἡ λυδικὴ καρύκη εἶχε χρῶμα ἀκαθόριστα κόκκινο σὰν τὸ λουκάνικο καὶ τὸ σαλάμι. κι αὐτὸ τὸ χρῶμα λεγόταν καρύκινον ἤδη ἀπὸ τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα τὸ βραδύτερο, ὅταν ὁ Ξενοφῶν, ἀναφερόμενος σὲ διάφορα χρώματα, ἀναφέρῃ καὶἱμάτια καρύκινα²⁸. αὐτὰ γιὰ τὰ βαθιὰ μέχρι ἁπαλὰ κόκκινα καὶ τὰ παρακόκκινα (φοὺξ μπορντὼ σομὸν κεραμιδὶ) ποὺ εἶχαν φυσικὸ ὑπόδειγμα ἢ χρωστικὴ οὐσία ἢ πηγὴ ὀνομασίας τὸ αἷμα.
19 Τὸ πῦρ καὶ οἱ φλόγες εἶναι πασίγνωστα καὶ ταυτόσημα καὶ παντοῦ τὰ ἴδια, γι̉ αὐτὸ καὶ τὰ χρώματα, ποὺ στὰ κείμενα λέγονται πύρινον φλόγινον πυρῶδες φλογῶδες²⁹, εἶναι αὐτονόητα. πρέπει ὅμως κανεὶς νὰ ἔχῃ ὑπ̉ ὄψι του ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν δυνατὴ φωτιὰ σὰν αὐτὲς τῆς ὀξυγονοκολλήσεως τῆς ἠλεκτροκολλήσεως τοῦ πετρογκὰζ τῶν ὑψικαμίνων τῶν ὀρυκτῶν καυσίμων καὶ τῶν ἠλεκτρικῶν λαμπτήρων καὶ καυστήρων, οἱ ὁποῖες εἶναι μέχρι λευκὲς καὶ γαλάζιες, ἀλλὰ μόνο τὴν ξυλοφωτιὰ καὶ τὴ φλόγα τοῦ λυχναριοῦ καὶ τοῦ κεριοῦ καὶ τῆς πυρκαϊᾶς, ἡ ὁποία εἶναι πλησιέστερη πρὸς τὸ κόκκινο. γνώριζαν βέβαια ὅλοι τους τὸ πῦρ τοῦ κεραυνοῦ καὶ λίγοι καὶ τοῦ ἡφαιστείου, ἀλλ̉ ὅταν λὲν γιὰ χρῶμα πύρινον καὶ φλόγινον, χωρὶς ἄλλη διευκρίνησι, ἐννοοῦν τὴν παραπάνω φωτιὰ ξύλου λαδιοῦ καὶ κεριοῦ.
20 Σήμερα τὰ κρασιὰ εἶναι πολύχρωμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ κοκκινόμαυρου μὲ διέλευσι ἀπὸ τὸ κίτρινο, ἀλλ̉ οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν κρασιὰ πολὺ περιωρισμένης χρωματικῆς κλίμακος, ὅπως περίπου εἶναι τὰ σημερινὰ σπιτήσια ἢ χωριάτικα κρασιά. πάντως τόσο ἀντικειμενικῶς γιὰ τὴν περιωρισμένη χρωματικὴ κλίμακα ὅσο καὶ ὑποκειμενικῶς γιὰ τὴν ἀοριστία τῆς σημασίας τὰ ὀνόματα τῶν χρωμάτων οἶνοψ καὶ οἰνωπὸς στὸν Ὅμηρο καὶ σὲ συγγραφεῖς τοῦ Ε΄ καὶ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος³⁰, ἂν μεταφραστοῦν καὶ τὰ δυὸ ΄΄κρασάτος΄΄, εἶναι στὴ σημασία δυσπροσδιόριστα. ὁπωσδήποτε ἐννοεῖται τὸ κοκκινόμαυρο κρασί. στ̉ ὁμηρικὸοἶνοψ ἐνδέχεται τὸ δεύτερο συνθετικὸ - οψ (ὄψις) νὰ ἐννοῆται ὄχι ὡς ἐμφάνισι ἀλλ̉ ὡς ΄΄μάτι΄΄, ὅπως στὰ κύκλωψ καὶ μύωψ, ὁπότε σημαίνει ὄχι ΄΄κόκκινος΄΄ ἢ ΄΄κρασάτος΄΄, ἀλλὰ ΄΄γιαλιστερὸς΄΄ ὅπως τὰ πολὺ ὑγρὰ μάτια ἐκείνου ποὺ ἤπιε κρασὶ λίγο παραπάνω ἀπὸ τὸ κανονικό. τὸ οἰνωπὸς χρωματικῶς στὸν Εὐριπίδη σημαίνει κάποιο κρασὶ ποὺ βάφει τὰ γένεια ἢ τὸ σαγόνι τοῦ πότου ἔτσι ποὺ νὰ φαίνωνται σὰ ματωμένα, καὶ στὸν Ἀριστοτέλη τὴ ῥῶγα κάποιου σταφυλιοῦ³¹.
21 Μίλτον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν ἄλλοτε τὸ κοκκινόχωμα (σιδηροῦχον ἄργιλο) χρώματος σκουριᾶς σιδήρου ἢ κεραμιδί, κι ἄλλοτε, νομίζω, τὸ βωξίτη, μετάλλευμα τοῦ ἀλουμινίου χρώματος ξεθωριασμένου βυσσινί, ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα ἄφθονος˙ τὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν εἶναι κτισμένο πάνω σ̉ ἐπιφανειακὸ βωξίτη˙ καὶ μ̉ αὐτὰ τὰ δύο χώματα ἔβαφαν κυρίως τοίχους καὶ γεώδη πατώματα καὶ πλοῖα. ἤδη στὸν Ὅμηρο ἀναφέρονται νῆες μιλτοπάρῃοι, ἐνῷ στὸν Ἡρόδοτο ἀνευρίσκεται ἡ ἔκφρασι μίλτῳ χρίονται³². ἀπὸ τὸν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα κι ἔπειτα χρησιμοποιοῦνται καὶ τὰ ὀνόματα μιλτόχριστος μιλτόχροος - μιλτόχρους μιλτώδης μιλτόπρεπτον καὶ Μιλτιάδης (= κοκκινομάγουλος, πυρράκης, Κοκκινάκης)³³.
22 Ἀφοῦ τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, τοῦ πεντακάθαρου καὶ τελείως ἀνοξείδωτου χαλκοῦ, εἶναι πασίγνωστο, τὸ χαλκόχροον ἢ χαλκόχρουν χρῶμα εἶναι αὐτονόητο³⁴. καὶ οἱ κοκκινομάλληδες καὶ κοκκινογένηδες ἔχουν τὴ σχετικὴ τρίχα τους στὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ. γι̉ αὐτὸ ὁ Ῥωμαῖος αὐτοκράτορας Νέρων, ποὺ ἐξ υἱοθεσίας λεγόταν Καῖσαρ (Caesar), ἀπὸ τὸ φυσικὸ πατέρα του λεγόταν ἀπὸ τὸaes (= χαλκὸς) Αἰνόβαρβος (Αenobarbus) ἤτοι Χαλκογένης, Κοκκινογένης ὅπως λέμε τώρα Μαυρογένης. ὁ δὲ Βαρβαρόσας (Barbarosa, barba rosa) εἴχε τὴν κόκκινη γενειάδα του λίγο πιὸ ἀνοιχτόχρωμη, σὰν τὸ ῥὸζ τριαντάφυλλο (rosa), τριανταφυλλί.
23 Κιννάβαρι (λέξι ἑβραϊκὴ) λεγόταν πρῶτα ἕνα βότανο τῆς Παλαιστίνης, μὲ τὸ ὁποῖο ἔβαφαν κόκκινα˙ ἴσως τὸ ῥιζάρι, ἡ ῥουβία ἡ βαφική (rubia tinctoria)³⁵, γιὰ τὴν ὁποία εἶπα στὸ ἐρυθρὸν - ruben - ῥουμπίνι˙ ἀλλ̉ ἀπὸ τὸ 404 π.Χ. πῆρε τὸ ὄνομακιννάβαρι ὁ θειοῦχος ὑδράργυρος (HgS), τὸ μοναδικὸ μετάλλευμα τοῦ ὑδραργύρου, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύφτηκε τότε ἀκριβῶς στὴ Μικρασιατικὴ Ἑλλάδα³⁶. ἀπὸ τὸ κιννάβαρι γίνεται σήμερα τὸ κόκκινο κραγιὸν τῶν χειλέων, στὴ δὲ ἀρχαιότητα ἐκτὸς ἀπ̉ αὐτὸ γινόταν καὶ ἡ κόκκινη μελάνη³⁷. τὸ προϊστορικὸπορφύρεον - πορφυροῦν καὶ τὸ ἱστορικὸ κινναβάρινον, ποὺ ἀναφέρουν πρῶτοι ὁ Ἀριστοτέλης κι ὁ μαθητής του Θεόφραστος³⁸, εἶναι ἕνα καὶ τὸ ἴδιο χρῶμα, ὀργανικὰ κι ἐξίτηλα καὶ τὰ δύο πρῶτα κι ἔπειτα τὸ δεύτερο ἀνόργανο κι ἀνεξίτηλο˙ καὶ εἶναι ἡ γλυκύτερη παραλλαγὴ τοῦ πιὸ γλυκοῦ χρώματος, τοῦ κοκκίνου. γι̉ αὐτὸ ἤδη ἀπὸ τ̉ ἀλεξανδρινὰ χρόνια μέχρι τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως (300 π.Χ. - 1453 μ.Χ.) οἱ βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες ἀπαγόρευσαν τὴ χρῆσι τους στοὺς κοινοὺς θνητούς, ὥστε νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν μόνον οἱ ἴδιοι —ἦταν ἄλλωστε ὡς χρωστικὲς οὐσίες ἤδη σπάνια ἡ πορφύρα μετὰ τὴν ἐπὶ χιλιετίες ἐξοντωτικὴ ἁλιεία της, κι ἀκόμη πιὸ σπάνια ἡ νεοφανὴς ὀρυκτὴ οὐσία κιννάβαρι— γιὰ τὰ βασιλικὰ ῥοῦχα τους καὶ γιὰ τὴ μελάνη τῆς ὑπογραφῆς των, τοῦ λόγου τους, τοῦ προστάγματός των. στὴν Κ. Διαθήκη, ὅπως εἶπα, ἡ πορφύρα λέγεται καὶ βασιλική, στὰ δὲ σῳζόμενα αὐτόγραφα βυζαντινὰ αὐτοκρατορικὰ διατάγματα τὰ λεγόμενα χρυσόβουλλα, τὰ γραμμένα μὲ μαύρη μελάνη, ὅπου κι ἂν συναντᾶται ἡ λέξι λόγος, σ̉ ὁποιαδήποτε πτῶσι, γράφεται κόκκινη μὲ κιννάβαρι˙ αὐτὴ καὶ ἡ ὑπογραφὴ τοῦ αὐτοκράτορος. παρ̉ ὅλο ποὺ εἶναι μελάνη ἀνόργανη, λέγεται καὶ κόγχη (= κογχύλι) καὶ κόχλος (= κοχλίας), ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψι τοῦ κινναβάρεως γινόταν ἀπὸ πορφύρα³⁹. αὐτὸ εἶναι τὸ χρῶμα τὸ ἅλυκο (λατινοφράγκικος τονισμὸς κατὰ τὰ δαμάσκηνον καὶΠαλαιστίνη) ἤτοι ἁλυκὸν (= θαλάσσιο, ἁλουργὲς ἁλουργὸν καὶ στὸν Ὅμηροἁλιπόρφυρον). ἀπ̉ αὐτὰ κατάγονται καὶ οἱ νεοελληνικὲς λέξεις καὶ φράσεις ὁ ἥλιος βασιλεύει (= φοράει πορφυρᾶ, γίνεται κόκκινος), ἡλιοβασίλεμα, τοῦ λόγου σου, ἐλόγου σου (ἡ μεγαλειότης σου, ἡ ἐξοχότης σου), πορφυρογέννητος. σὲ μερικοὺς μόνο ἀνωτάτους ἀξιωματούχους των οἱ βασιλεῖς ἐπέτρεπαν, ὅπως εἶπα, τὴ μερικὴ χρῆσι αὐτοῦ τοῦ χρώματος σὰ γαλόνι ἀξιώματος. ἀπ̉ αὐτὸ κατάγονται ἡ κόκκινη κορδέλλα ποὺ περιτρέχει τὸ πηλήκιο τῶν στρατηγῶν καὶ τὰ κόκκινα πέτα στὴ χλαῖνα τους. καὶ τὸ βασιλικὸ διάδημα τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὅταν δὲν ἦταν χρυσὸ στὴν αἴθουσα τοῦ θρόνου, ἦταν μιὰ κόκκινη κορδέλλα μὲ χρυσᾶ καρφιτσώματα ποὺ περιέτρεχε τὰ μαλλιά του ἢ τὸ κράνος του⁴⁰. καὶ τὰ διαδήματατῶν μετέπειτα βασιλέων, ποὺ ἀπαγόρευσαν αὐτὸ τὸ χρῶμα στοὺς μὴ βασιλεῖς. ἀπὸ ἀντιστασιακὸ καὶ ἐνδόμυχα μιμητικὸ φθόνο οἱ Τοῦρκοι πρὸς τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ οἱ κομμουνισταὶ πρὸς τοὺς βασιλεῖς ἔκαναν τὶς σημαῖες των κόκκινες.
24 Ἡ πιὸ γλυκειὰ παραλλαγὴ τοῦ γλυκοῦ κοκκίνου χρώματος ἐκτὸς ἀπὸπορφυροῦν καὶ κινναβάρινον λέγεται καὶ κόκκινον γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ο’, 42 φορές), δεύτερη στὴν Καινὴ Διαθήκη (6 φορές⁴¹), καὶ κυρίως σ̉ αὐτές. μόλις γύρω στὸ 100 μ.Χ. συναντᾶται μία μόνο τρίτη φορὰ τὸ κόκκινον στὸν Πλούταρχο⁴². ἤδη ὁ σύγχρονος τῆς μεταφράσεως τῶν Ἑβδομήκοντα Θεόφραστος ἀναφέρει δυὸ φορὲς τὸν κόκκον τῆς πρίνου (τοῦ πουρναριοῦ), μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι ἔβαφαν κόκκινα μαλλιὰ νήματα καὶ ὑφάσματα. κι ὁ λεξικογράφος Ἡσύχιος λέει˙ κόκκος ἐξ οὗ τὸ φοινικοῦν βάπτεται. τὴ μιὰ φορὰ ὁ Θεόφραστος ἀναφέρει τὸν κόκκον αὐτὸν παρεμπιπτόντως στὸ Περὶ λίθων ἔργο του καὶ τὴν ἄλλη λεπτομερῶς στὴν Ἱστορία φυτῶν. ἀπὸ τὴ δεύτερη ἀντλεῖ ὁ Ἡσύχιος⁴³. αὐτὸν τὸν κόκκον —ἀντὶ κόκκινον— ἀναφέρει κι ὁ ποιητὴς τῶν Θρήνων τῆς Π. Διαθήκης λέγοντας γιὰ τοὺς πορφυρογεννήτους τὴν ἔκφρασι οἱ τιθηνούμενοι ἐπὶ κόκκων⁴⁴, ἤτοι ΄΄αὐτοὶ ποὺ ὡς βρέφη μεγαλώνουν μὲς στὰ πορφυρᾶ - κόκκιναῥοῦχα καὶ σκεπάσματα΄΄. στὴ Βίβλο γενικῶς τὸ πορφυροῦν καὶ τὸ κόκκινονταυτίζονται καὶ στὴ γλωσσικὴ χρῆσι ἐναλλάσσοτναι ἀδιακρίτως. στὸ Θεόφραστο ὁ κόκκινος λέγεται μία μόνο φορὰ κοκκοβαφής, καὶ πολὺ ἀργότερα στὸν Ἀθήναιοκοκκινοβαφής⁴⁵. σὲ ἀκόμη μεταγενέστερα κείμενα ἀνευρίσκονται καὶ οἱ λέξειςκοκκινίζω καὶ κοκκινοειδὴς⁴⁶. ἀπ̉ ὅλ̉ αὐτὰ συμπεραίνω ὅτι τὸ κόκκινον ἀπ̉ αὐτὴ τὴ χρωστικὴ ὕλη, τὸν κόκκον τοῦ πρίνου, οἱ Ἕλληνες τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Ἀσιᾶτες μὲ τὶς μακεδονικὲς κατακτήσεις, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα. μᾶλλον ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους τοὺς Σύρους καὶ τοὺς Φοίνικες ποὺ ἔχουν πρίνους στὶς χῶρες των.
25 Ἡ ὕσγη ἢ ὑσγίνη εἶναι βότανο μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι ἔβαφαν κόκκινα, καὶ τὸ ἀπ̉ αὐτὴ χρῶμα λεγόταν ὕσγινον⁴⁷. πρέπει νὰ ἦταν ἁπαλὸ κόκκινο, ἴσως ῥὸζ - τριανταφυλλί. γιὰ τὰ ἔγχρωμα παραδίδονται οἱ λέξεις ὑσγινόεις καὶ ὑσγινοβαφής, ἡ δὲ λέξι ὑσγινόσημον εἶναι στὴ σημασία της ἀδιευκρίνιστη. συναντᾶται μόνο στὸ διάταγμα τοῦ Διοκλητιανοῦ γιὰ τὰ ἐμπορεύματα⁴⁸. πιθανῶς σημαίνει ὕφασμα κεντημένο μὲ κόκκινο νῆμα ἢ σταμπαρισμένο μὲ κόκκινα διακοσμητικὰ σχέδια. τὰ ὀνόματα μαρτυροῦνται ὡς χρώματα, ἔγχρωμα, καὶ χρωστικὲς οὐσίες στοὺς Ξενοφῶντα (Δ’ π.Χ. αἰ.), Κλέαρχο Σολέα (Δ’ - Γ’), Νίκανδρο (Β’), Ἀγαθαρχίδη (Β’ π.Χ.), Μύρινο (Α’ μ.Χ.), Λουκιανό (Β’), Διοκλητιανό (Γ’ - Δ’), καὶ στὴ Σούμμα (ΙΒ’). ἡ ὑσγίνη καὶ τὸ ὕσγινον φαίνονται χρωστικὴ οὐσία καὶ χρῶμα εἰσηγμένα στὸν ἑλληνικὸ κόσμο λίγο πρὸ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ἀπὸ τὴν Ἀσία ἢ τὴν Ἀφρικὴ ἢ κι ἀπὸ τὴ Δ. Εὐρώπη.
26 Ἡ λέξι ῥόδινον ἀπὸ τὰ ῥόδα (= τριαντάφυλλα), ποὺ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γνώριζαν μόνο τὰ ῥὸζ - τριανταφυλλί, λέγεται στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γιὰ ἀνθοστέφανα καὶ ἀρώματα⁴⁹, ἀλλ̉ ὄχι γιὰ χρῶμα, ὅπως λ.χ. λέγεται στὴ νεοελληνικὴ καὶ ῥόδινο καὶ ῥοδίζει (ἡ αὐγὴ ἢ τὸ φουρνισμένο ψωμὶ) γιὰ τὸ ἁπαλὸ κόκκινο. μόλις στὰ ἑλληνιστικὰ Ἀνακρεόντεια ᾄσματα λέγεται ἡ λέξι ῥοδόχρους (Ἀφροδίτα)⁵⁰, ἀναφερόμενη προφανῶς στὰ ῥόδινα μάγουλα ἢ δάχτυλά της. ἤδη ὅμως στὸν Ὅμηρο καὶ στὸν Ἡσίοδο λέγεται ἡ ῥοδοδάκτυλος Ἠώς⁵¹, ἐπειδὴ στὰ τρυφερὰ δάχτυλά της κάτω ἀπὸ τὸ λευκὸ ῥοδίζει τὸ ἁπαλὸ κόκκινο χρῶμα, ἤ, ἔξω ἀπὸ τὸ μῦθο, ἐπειδὴ τὴν αὐγὴ γύρω ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ῥοδίζει ὁ οὐρανὸς καὶ ὅλος ὁ περίγυρος. πάντως ὅλ̉ αὐτὰ δείχνουν μόνο φυσικὰ ὑποδείγματα τοῦ χρώματος καὶ ὄχι καμμιὰ χρωστικὴ οὐσία ἢ κάποια πράγματα βαμμένα ῥόδινα - ῥόζ.
27 Ἡ πύρρα εἶναι πτηνὸ κοκκινωπό, κι ἀπ̉ αὐτὴ λέγεται χρῶμα πυρρόν⁵², ὅπως ἀπὸ τὸν ψάρα ψαρόν⁵³. τὰ ἐπίθετα πυρρὸς καὶ πυρρά, ὅταν γίνωνται κύρια ὀνόματα, ἀνεβάζουν τὸν τόνο κατὰ τὸν κανόνα καὶ γίνονται Πύρρος καὶ Πύρρα, ποὺ σημαίνουν μᾶλλον ΄΄κοκκινωπὸς ὡς ἡλιοκαμμένος - ἡλιοψημένος΄΄. Πύρρα λέγεται στὸν προκλασσικὸ Ψευδησίοδο ἡ μυθικὴ γυναίκα τοῦ Δευκαλίωνος⁵⁴. ὁ Πύρρος ὁ τὸν Δ’ π.Χ. αἰῶνα γεννημένος κι ὠνομασμένος γνωστὸς βασιλεὺς τῆς Ἠπείρου, γενεαλογώντας τὸν ἑαυτό του ἀπὸ μυθικοὺς ἥρωες, εἶπε ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ Ἀχιλλέως Νεοπτόλεμο, τὸν ὁποῖο ὠνόμαζε καὶ Πύρρο⁵⁵. ὁ Αἰσχύλος λέει πυρρὴν γενειάδα τὴ φωτιὰ τῶν ξύλων, ὁ Πλάτων λέει ὅτι τὸπυρρὸν ξανθοῦ τε καὶ φαιοῦ κράσει γίγνεται, φαιὸν δὲ λευκοῦ τε καὶ μέλανος, ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι λέοντες πυρροὶ πάντες⁵⁶. βέβαια ὁ μεγαλόσωμος ἀφρικανικὸς καὶ μάλιστα νουμιδικὸς λέων εἶναι σαφῶς πιὸ κοκκινωπὸς ἀπὸ τὸν μικρόσωμο κι ἀνοιχτόχρωμο ἀσιατικό, ὁ δὲ ἀρχαῖος ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ στὶς περιγραφὲς τοῦ Ὁμήρου⁵⁷, ἦταν ὁ νουμιδικός. στὴν Π. Διαθήκη (κατὰ τοὺς Ο’ τοῦ Γ’ π.Χ. αἰῶνος) λέγεται στὴ Γένεσι ἕψημα πυρρὸν ἡ μαγειρεμένη φακῆ, στὸ Νόμοδάμαλις πυρρά, στὶς Βασιλεῖες ὕδατα πυρρὰ ὡσεὶ αἷμα, στὸ Ζαχαρία καὶ στὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου στὴν Κ. Διαθήκη ἵπποι πυρροί. στὸ ᾎσμα ὁ ἡλιοκαμμένος καὶ ἡλιοψημένος Σολωμὼν λέγεται λευκὸς καὶ πυρρός˙ στὴ δὲ Κ. Διαθήκη λέγεται τὸ ῥῆμα πυρράζει ὁ οὐρανὸς (κατὰ τὴν ἀνατολὴ ἢ τὴ δύσι τοῦ ἡλίου)⁵⁸. τὸν ἡλιοκαμμένο καὶ ἡλιοψημένο κοκκινωπὸ ἄντρα σημαίνει στοὺς Ο’ καὶ τὸ παράγωγο πυρράκης ποὺ λέγεται γιὰ τὸν κυνηγὸ Ἠσαῦ καὶ τὸ βοσκὸ Δαυῒδ ποὺ ζοῦν στὴν ἡλιόλουστη ὕπαιθρο⁵⁹. φωτιά, λιοντάρι, ΄΄κόκκινο ἄλογο΄΄, ΄΄κόκκινη ἀγελάδα΄΄, ἡλιοψημένοι ἄνθρωποι τῆς ὑπαίθρου, μαγειρεμένη φακῆ, αἷμα ποὺ ἔβαψε τὸ νερό, πυρρὰ στὸ χρῶμα πράγματα. συμπεραίνω ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ κόκκινο τὸ πρὸς τὸ καφετί.
28 Στοὺς Ξενοφῶντα Πλάτωνα κι Ἀριστοτέλη λέγεται καὶ χρῶμα ὄρφνιον, τὸ ὁποῖο γλωσσικῶς μόνο σημαίνει ἁπλῶς ΄΄σκοτεινό΄΄˙ διότι ὄρφνη εἶναι ἡ νύχτα καὶ ὀρφναῖον τὸ νυχτερινό. δὲν φαίνεται ἐξ ἀρχῆς πιὸ χρῶμα ἐννοεῖται. ὁ Ἀριστοτέλης ὅμως ἐπεξηγεῖ ὅτι εἶναι τὸ σκοτεινόχρωμο κόκκινο (ζοφερὸν ἁλουργές)⁶⁰.
Παραπλήσιο χρῶμα πρέπει νὰ εἶναι τὸ κατὰ τὰ ὄψιμα βυζαντινὰ
χρόνια λεγόμενο μολυβδοχαλκόχρουν⁶¹, ὅπως δηλώνει ἡ λέξι.
29 Γιὰ τὶς διάφορες παραλλαγὲς καὶ γειτονίες τοῦ κοκκίνου χρώματος ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους Κλέαρχος ὁ Σολεὺς λέει τὸ ἐπίθετο παραλουργῆ⁶², δηλαδὴ ΄΄παραπλήσια πρὸς τὸ κόκκινο΄΄, ΄΄τὰ γύρω ἀπὸ τὸ κόκκινο΄΄, ΄΄τὰ περίπου κόκκινα΄΄.
Ὅσα λέγονται στὰ κείμενα γιὰ τὸ κόκκινο χρῶμα δὲν λέγονται οὔτε γιὰ ὅλα μαζὶ τὰ χρώματα.
Ἀρχαιολογικῶς φαίνεται ὅτι εἴτε ἀπὸ ἀγάπη εἴτε ἀπὸ τεχνικὴ εὐχέρεια τρία ἦταν τὰ συχνότερα κατὰ τὴν ἀρχαιότητα χρώματα˙ τὸ λευκὸ τὸ μαῦρο καὶ τὸ κόκκινο.
30 Δ’. Κίτρινον. τέταρτο χρῶμα ὡς πρὸς τὴν τεχνικὴ εὐχέρεια τοῦ νὰ τὸ ἐπιτύχουν στὶς βαφὲς ἦταν γιὰ τοὺς ἀρχαίους τὸ κίτρινο, τὸ ὁποῖο ὠνομάστηκε ἔτσι κίτρινον μᾶλλον κατὰ τ̉ ἀλεξανδρινὰ χρόνια, ἀλλὰ τ̉ ὄνομα στὰ σῳζόμενα κείμενα ἐμφανίζεται τὸ Β’ μ.Χ. αἰῶνα, κι αὐτὸ εἶναι μέχρι σήμερα τὸ τελευταῖο του ὄνομα. οἱ ἀρχαῖοι τὸ ἔλεγαν κατὰ χρονικὴ σειρὰ χλωρὸν ὑακίνθινον ὠχρὸν θειῶδες κίτρινον˙ μ̉ αὐτὴ τὴ σειρὰ ἐμφανίζονται τὰ ὀνόματα στὰ σῳζόμενα κείμενα. οἱ ἀρχαῖοι, ὅταν τὸ χρῶμα αὐτὸ ἦταν γιὰ ἐπικονίασι τοίχων, τὸ ἐπιτύχαιναν μὲ τὴν ὀρυκτὴ ὤχρα⁶³, τὴν ὁποία ἔβρεχαν καὶ ἄλειφαν, ὅπως γινόταν καὶ μὲ τὴν ὀρυκτὴ μίλτον (κοκκινόχωμα ἢ βωξίτη)˙ ἔτσι ἀλείφαμε τὴν ὤχρα στὰ χωριὰ μέχρι τὶς ἡμέρες μας˙ ὅταν δὲ τὸ κίτρινο ἦταν γιὰ ῥοῦχα καὶ δέρματα καὶ ἄλλα τέτοια πράγματα, τὸ ἐπιτύχαιναν μὲ φυτικὰ ἐκχυλίσματα, μέσα στὰ ὁποῖα ἐμβάπτιζαν ἐν θερμῷ τὰ χρωματιζόμενα.
31 Τὸ χλοερὸν - χλωρὸν ἀπὸ τὴ χλόη. ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι τὴν Κ. Διαθήκη σημαίνει ἄλλοτε τὸ κίτρινο κι ἄλλοτε τὸ πράσινο˙ προφανῶς ἐπειδὴ ἡ χλόη, ὅταν εἶναι ἀκόμη τρυφερὸ ξεφυτρίδι, εἶναι χλωμή. λέγεται λ.χ. στὸν Ὅμηρο χλωρὸν δέος (= κίτρινος φόβος), στοὺς Ψαλμοὺς χλωρότης χρυσίου, στὴν Ἀποκάλυψιἵππος χλωρὸς… ὄνομα αὐτῷ ΄΄Ὁ θάνατος΄΄. καὶ πάλι στὸν Ὅμηρο χλωραὶ ῥῶπαι (= πράσινα κλαριὰ δέντρων), στὸν Ψευδησίοδο χλωρὸς ἀδάμας (= πράσινος ὠξειδωμένος χαλκός), στὸ Μάρκο χλωρὸς χόρτος, στὴν Ἀποκάλυψι χλωρὸνδένδρον⁶⁴. εἶναι βέβαια τὸ χλωρὸν κάπως ἀκαθόριστο ὡς κίτρινο χρῶμα, ἀφοῦ κι ἀπὸ τὸ πράσινο ἀκόμη δὲν ξεχωρίζεται ἀποφασιστικά.
32 Σαφὲς ἔντονο καὶ γλυκὸ κίτρινο εἶναι τὸ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο πάλι μέχρι τὴν Κ. Διαθήκη λεγόμενο ὑακίνθινον˙ ἐννοεῖται ὡς χρῶμα τοῦ ὑακίνθου, πρῶτα τοῦ ἄνθους κι ἔπειτα καὶ τοῦ πολυτίμου λίθου, κίτρινο˙ ὁ λίθος λέγεται ἀλλιῶς καὶλιγύριον ἢ λαγούρι καὶ σήμερα ζιρκόνιον. λέγεται ὑακίνθινον τὸ χρῶμα αὐτὸ στὸν Ὅμηρο κατ̉ ἐπανάληψι, στὴν Π. Διαθήκη κατὰ τοὺς Ο’ 24 φορὲς (καὶ ἄλλες 30 ἁπλῶς ὑάκινθος, ἐνῷ ἐννοοῦνται νήματα ὑφάσματα καὶ δέρματα κίτρινα), καὶ μία φορὰ στὴν Κ. Διαθήκη, καὶ στὸ Θεόκριτο, καὶ στὴ Σούμμα, καὶ σὲ μερικοὺς ἄλλους⁶⁵, στοὺς δὲ Ξενοφῶντα καὶ Ἀρριανὸ ἀνευρίσκεται καὶ τὸ ἐπίθετο τοῦ ἐγχρώμου ὑακινθοβαφής⁶⁶. στὴν Ἀποκάλυψι ἐμφανίζεται καὶ ἡ χρωματικὴ κλίμακα θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις⁶⁷˙ δηλαδὴ κοκκινο - πορτοκαλὶ χρῶμα τῆς φωτιᾶς, βαθὺ κίτρινο τοῦ ὑακίνθου, κι ἁπαλὸ κίτρινο σὰν τὸ θειάφι. ἀπὸ ἄγνοια καὶ γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι καββαλιστικῶν φαντασιώσεων ὁ Ἀλεξανδρεὺς Ἰουδαῖος Φίλων λέει ὅτι ὑακίνθινον εἶναι τὸ μαῦρο χρῶμα, κι ὁ ἐπίσης Ἰουδαῖος Ἰώσηπος, κολάζοντάς το, λέει ὅτι εἶναι τὸ γαλάζιο. δὲν ὑπάρχει στὴ φύσι ἄνθος μαῦρο, καὶ τὸ πετράδι δὲν ἔχει παραλλαγὴ μαύρη ἢ γαλάζια ἢ ἄλλου χρώματος. ἐξ αἰτίας τῶν δυὸ αὐτῶν ἑλληνογλώσσων Ἰουδαίων τὸ ἴδιο λάθος γίνεται καὶ στὸ Λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τῶν Liddell καὶ Scott στὸ σχετικὸ λῆμμα⁶⁸.
33 Ἀπὸ τ̉ ὀρυκτὸ ὤχρα, γνωστὸ στοὺς Ἕλληνες τὸ βραδύτερο ἀπὸ τὸν Ε’ π.Χ. αἰῶνα, λέγεται τὸ κίτρινο καὶ ὠχρὸν στοὺς Εὐριπίδη Ἀριστοφάνη, Πλάτωνα, κι Ἀριστοτέλη⁶⁹˙ καὶ μέχρι σήμερα.
34 Θειῶδες λέγεται τὸ κίτρινο ἀπὸ τὸ θεῖον (= θειάφι) καί, ὅπως εἶπα, εἶναι τὸ ἁπαλὸ κίτρινο τοῦ ὀρυκτοῦ αὐτοῦ, τὸ λεμονί. ὁ Διοσκουρίδης λέει καὶ τὸ ἐπίθετο τοῦ ἐγχρώμου πράγματος θειόχρους70.
35 Τὸ χρῶμα αὐτὸ λέγεται κίτρινον γιὰ πρώτη φορὰ γύρω στὸ 150 μ.Χ. ἀπὸ τὸ γραμματικὸ Ἡρῳδιανό˙ ἀπὸ τὸ κίτρον ἢ κίτριον ἢ κιτρόμηλον, τὸ λεμόνι. στὸν ὁμόχρονο Γαληνὸ λέγεται καὶ τὸ ἐπίθετο κιτροειδής71.
36 Στὸ κίτρινο χρῶμα ἐντάσσονται καὶ τὸ χρυσοῦν καὶ τὸ ξανθόν. ὁ χρυσός, τὸ ξέρουν ὅλοι, εἶναι μέταλλο κίτρινο˙ μόνο αὐτὸς καὶ οἱ δύο μπροῦντζοι (CuSn καὶ CuZn). γι̉ αὐτὸ τὸ χρυσοῦν χρῶμα εἶναι ἀκριβῶς κίτρινο, ἀλλὰ μὲ λάμψι μεταλλική˙ ἡ σχέσι κιτρίνου καὶ χρυσοῦ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴ σχέσι λευκοῦ καὶἀργυροῦ. λέγεται τὸ χρύσειον - χρύσεον - χρυσοῦν χρῶμα ἀπὸ τὶς συλλαβογραφικὲς ἀχαιικὲς πινακίδες τῆς Κνωσοῦ καὶ τῆς Πύλου (κυ - ρυ - σο, ΙΕ’ καὶ ΙΓ’ π.Χ. αἰ.) καὶ τὸν Ὅμηρο μέχρι σήμερα⁷². μὲ τὴν ἴδια χρονικὴ διέκτασι λέγεται καὶ τὸ ξανθὸν χρῶμα. ὁ Θεόφραστος λέει ξανθὸν τὸν ἀποκλειστικὰ καὶ ἰδανικὰ κίτρινο πολύτιμο λίθο ὑάκινθον (καὶ τὰ λυγγούρια (= λιγύρια, ὑάκινθοι)…, ὧν τὸ θῆλυ… ξανθότερον), ὁ δὲ Πλίνιος λέει γιὰ τὸν ἴδιο λίθο ὅτι ἔχει χρῶμα ἀστραφτερὸ χρυσὸ (hyacinthos… aureo fulgore tralucentes)⁷³. ἀνευρίσκεται καὶ τὸ ἐπίθετο χρυσόχρους⁷⁴.
37 Τὰ ὑπόλοιπα τέσσερα χρώματα, κρόκινον πράσινον κυανοῦν ἰῶδες, τεχνικῶς ὡς βαφὲς οἱ ἀρχαῖοι τὰ ἐπιτύχαιναν πολὺ δυσκολώτερα ἀπὸ τὰ τέσσερα προηγούμενα, καὶ στὰ κείμενα ἀνευρίσκονται πολὺ λιγότερες φορές. Μὲ τέσσερα μόνο χρώματα… λευκό… κίτρινο… κόκκινο… μαῦρο… ἔκαναν τ̉ ἀθάνατα ἔργα τους οἱ διάσημοι ζωγράφοι Ἀπελλῆς Ἀετίων Μελάνθιος καὶ Νικόμαχος, ποὺ οἱ πίνακές των ὁ καθένας μόνος του ἔφτασε νὰ ἔχῃ τὴν ἀξία μιᾶς πόλεως, γράφει ὁ Πλίνιος⁷⁵. εἶναι καὶ οἱ τέσσερες τῶν χρόνων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου˙ ὁ Ἀπελλῆς προσωπικός του ζωγράφος.
38 Ε’. Κρόκινον. κρόκινον χρῶμα εἶναι περίπου τὸ πορτοκαλί, τὸ χρῶμα τοῦκρόκου, ἄνθους ποὺ ἔχει σπανιώτερα καὶ ἄλλο χρῶμα, ἀλλὰ συνήθως ἔχει ἕνα γλυκὸ πορτοκαλὶ χρῶμα, αὐτὸ ποὺ ἔχει κι ὁ κρόκος τοῦ αὐγοῦ, ὁ ὁποῖος ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸ ἄνθος τὸ βραδύτερο ἀπὸ τὸν F’ μ.Χ. αἰῶνα⁷⁶. τὸ ἄνθος καὶ τὸ χρῶμα του τ̉ ἀναφέρει ἤδη ὁ Ὅμηρος⁷⁷. πιθανῶς λεγόταν καὶ πολὺ πρὸ τοῦ Ὁμήρου, διότι στὴν ἀχαιικὴ πινακίδα τῆς Πύλου ΠΥ Αn 656, 7 τοῦ ΙΓ’ π.Χ. αἰῶνος ἀνευρίσκεται τὸ ὄνομα Κο - ρο - κυ - ρα - ι -ιο, δηλαδὴ Κροκύλαιον. τὸ χρῶμα αὐτὸ ὑπάρχει καὶ στὸ οὐράνιο τόξο, δεύτερο ἀπ̉ ἔξω μετὰ τὸ κόκκινο, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ στὸν μετεωρολογικὸ περίγυρο τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου, γι̉ αὐτὸ κι ὁ Ὅμηρος λέει κατ̉ ἐπανάληψι τὴν ἔκφρασι κροκόπεπλος Ἠώς, ὁ δὲ Ἡσίοδος λέει τὸ ἐπίθετο αὐτὸ γιὰ δυὸ ἄλλες. κι ὁ Σοφοκλῆς ἔχει τὴν ἔκφρασι χρυσαυγὴς κρόκος⁷⁸. τὸ χρῶμα στ̉ ἀρχαῖα κείμενα λέγεται κροκόεν κρόκεον κρόκινον, γιὰ δὲ τὰ ἔγχρωμάτου λέγονται τὰ ἐπίθετα κροκόεις κρόκεος κρόκινος κροκοειδὴς κροκώδης κροκωτὸς - κροκωτὸν κροκώτινος κροκοβαφὴς κροκόβαπτος κροκόχρους, καὶ τὰ ἔτσι βαμμένα ῥοῦχα κροκωτὰ κροκώτια κροκωτίδια, κι αὐτὸς ποὺ τὰ φοράεικροκείμων κροκοφορῶν - κροκοφοροῦσα⁷⁹. ὁ Αἰσχύλος ἀναφέρει κρόκου βαφάς⁸⁰, ἀλλ̉ ἡ ἐπίτευξι τοῦ χρώματος αὐτοῦ ἂν καὶ γνωστὴ ἀπὸ χρόνια προϊστορικά, ἦταν πολὺ δύσκολη κι ὄχι πάντα στὸν ἐπιθυμητὸ βαθμὸ κατορθωτή. οἱ ἀρχαῖοι ἀγαποῦσαν πολὺ τὰ κρόκινα ἢ κροκωτὰ ὑφάσματα καὶ ῥοῦχα⁸¹. ὁ Ἡρόδοτος τὸκρόκινον χρῶμα τὸ λέει σανδαράκινον⁸² ἀπὸ τὴ σανδαράκη, μετάλλευμα τοῦ ἀρσενικοῦ, τριθειοῦχο ἀρσενικὸ (Αs2S3), ποὺ εἶναι φυσικὸ ὑπόδειγμα αὐτοῦ τοῦ χρώματος ἀλλ̉ ὄχι καὶ χρωστικὴ οὐσία του. σήμερα λέγεται κρόκινον καὶπορτοκαλί. φαίνεται δὲ τὸ κρόκινον χρῶμα μῖγμα τοῦ κοκκίνου καὶ τοῦ κιτρίνου ὄχι μόνο στὴν ἀνάμιξι τῶν χρωστικῶν οὐσιῶν, ὅταν δηλαδὴ χαρμανιάζωνται αὐτὲς οἱ μπογιές, ἀλλὰ καὶ στὸ οὐράνιο τόξο, ὅπου βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ δυὸ αὐτὰ χρώματα. καὶ τὸ μῆκος κύματος τῆς ἀκτινοβολίας του δηλαδὴ εἶναι ἀνάμεσα στὰ μήκη τοῦ κοκκίνου καὶ τοῦ κιτρίνου. κι ὁ κρόκος τοῦ αὐγοῦ πολλὲς φορὲς τείνει πρὸς τὸ κίτρινο ἢ καὶ τὸ φτάνει.
39 F’. Πράσινον. τὸ πράσινον χρῶμα, ἀπὸ τὸ ἁπαλὸ λαχανὶ μέχρι τὸ βαθυπράσινο κυπαρισσί, εἶναι στὸν ἄνθρωπο γνωστὸ ἀνέκαθεν κι ἀπὸ τὸ οὐράνιο τόξο καὶ κυρίως ἀπὸ τὰ δάση καὶ τὴ λοιπὴ βλάστησι. εἶναι δὲ γνωστὸ κι ὅτι σπανίως τὸ πράσινο βρίσκεται στὰ ζῷα, ὅπως σὲ φυτὰ βρίσκεται σπανίως τὸ μαῦρο, σὲ ἄνθη δὲ οὐδέποτε˙ μόνο στὴ βάσι τῶν ἀνθοπετάλων τῆς παπαρούνας ὑπάρχουν κηλίδες μαῦρες καὶ τὰ κεφάλια τῶν στημόνων της εἶναι μαῦρα. ἐν τούτοις τὸ πράσινο ὑπῆρξε γιὰ τοὺς ἀρχαίους τὸ πιὸ δυσκατόρθωτο χρῶμα, μέχρι καὶ ἀκατόρθωτο, καὶ πράσινη μελάνη ἐμφανίστηκε μόνο στὰ ὄψιμα βυζαντινὰ χρόνια⁸³. τὸ πράσινο λέγεται χλωρὸν στὸν Ὅμηρο (χλωραὶ ῥῶπαι = χλωρὰ κλωνάρια δέντρου), στὸν Ψευδησίοδο (χλωρὸς ἀδάμας = πράσινος ὠξειδωμένος χαλκός), καὶ στὴ Βίβλο (χλωρὸς χόρτος - χλωρὸν δένδρον)⁸⁴, ἀπὸ τὸ χλόη, τὴν ποώδη βλάστησι. ἄλλωστε σήμερα ἡ βλάστησι λέγεται καὶ χλωρίς. ἄλλα ὀνόματά του εἶναι βατράχειον στοὺς Ἀριστοφάνη, Παυσανία, καὶ Πολυδεύκη,μήλινον (= μηλοπράσινο) στὸ Δημόκριτο τὸν Ἐφέσιο καὶ στὸν Ἀγαθαρχίδη,ὀμφάκινον (=χρῶμα τοῦ ὄμφακος, τῆς ἀγουρίδας τοῦ σταφυλιοῦ), χρῶμα ποὺ ἄρεσε ἰδιαιτέρως στὸ Μ. Ἀλέξανδρο (ὀμφάκινον…, τούτῳ δὲ τῷ χρώματι καὶ Ἀλέξανδρον ἥδεσθαι λέγουσι) στὸν Πολυδεύκη, καὶ σμαράγδινον στὴν Ἀποκάλυψι τῆς Κ. Διαθήκης καὶ στὸ σύγχρονό της Πλίνιο, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ πράσινο ἀπὸ τὸν πολύτιμο λίθο σμάραγδον (nihil omnino viridius)⁸⁵, θέλοντας μᾶλλον νὰ πῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὸ γλυκὸ πράσινο ἀπὸ τὸ σμαράγδινο, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὸν Δ’ π.Χ. αἰῶνα τὸ βραδύτερο, λέγεται πράσιον στὸν Πλάτωνα ἢ πράσινον στὸν Ἀριστοτέλη⁸⁶, πράσιον ἀπὸ τὴν πρασιὰ (= γρασίδι, χορτοτάπητας) καὶ πράσινον ἀπὸ τὸ πράσον, ποὺ δὲν εἶναι καὶ πολὺ πράσινον. φαίνεται ὅτι πρῶτα ἦταν πράσιον ἀπὸ τὴν πρασιά, κι ἔπειτα ἀπὸ ἀμαθεῖς νομίστηκε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸ πράσον κι ἔγινε πράσινον. ὅπως τὰ κόκκινα ἐνδύματα λέγονταν πορφυρὶς ἁλουργὶς παραλουργὶς φοινικὶς κόκκος κόκκινον, καὶ τὰ κρόκινα κροκωτὸν κροκώτιον κροκωτίδιον, ἔτσι καὶ τὸ πράσινο λεγόταν βατραχὶςἢ ὀμφάκινον⁸⁷.
40 Ζ’. Κυανοῦν. κύανος λέγεται στὸν Ὅμηρο ὁ ψευδάργυρος⁸⁸, καὶ τὸ γνωστὸ στοὺς ἀρχαίους μετάλλευμά του ὀρειχαλκίτης [(Zn1 Cu)5 (CO3)2 (OH)6] ἔχει χρῶμα ἔντονο ζωηρὸ καὶ γλυκὸ γαλάζιο˙ ἀλλὰ καὶ τὸ ἀργυρόχρωμο καθαρὸ μέταλλο κλίνει πρὸς τὸ γαλάζιο. γι̉ αὐτὸ ἀπὸ τὸ φυσικό του αὐτὸ ὑπόδειγμακυάνιον ἢ κυάνεον ἢ κυανοῦν⁸⁹ ὠνομάστηκε ἀπ̉ αὐτὸν καὶ τὸ χρῶμα του˙ ὅπως λέμε χρυσὸς καὶ χρυσοῦν, ἢ ἄργυρος καὶ ἀργυροῦν, ἢ χαλκὸς καὶ χαλκοῦν, ἢπορφύρα καὶ πορφυροῦν. ψευδάργυρος ὀνομάζεται τὸ καθαρὸ μέταλλο ἀργότερα, ἐπὶ Χριστοῦ, στὸ Στράβωνα⁹⁰. καὶ πρὸ τοῦ Ὁμήρου στὶς ἀχαιικὲς πήλινες πινακίδες ἀνευρίσκονται τὰ ὀνόματα κύανος (κυ - fa - νο) καὶ κυάνιον - κυάνεον (κυ - fa - νι - ιο)⁹¹. τὸ κυανοῦν χρῶμα βέβαια, τὸ γαλάζιο ἢ γαλανὸ ἢ μπλὲ ἢ θαλασσὶ - οὐρανί, ἔχει ἀνέκαθεν πασίγνωστα φυσικὰ ὑποδείγματα κι ἀπέραντα στὴ φύσι τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα, καὶ γι̉ αὐτὸ ἔχει σήμερα κι αὐτὰ τὰ δυὸ τελευταῖα ὀνόματα. τὸ βαθὺ γαλάζιο βέβαια, τὸ θαλασσί, λεγόταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα θαλασσοειδές⁹², ἐνῷ γιὰ τὸ ἀνοιχτὸ γαλάζιο, τὸ οὐρανί, χρησιμοποιόταν πιὸ πολὺ ἡ λέξι γλαυκόν⁹³, χωρὶς νὰ παύῃ νὰ σημαίνῃ καὶ τὸ βαθύ. διότι ὑπάρχουν στὸν Ὅμηρο ἡ ἔκφρασι γλαυκὴ θάλασσα καὶ τ̉ ὄνομαΓλαῦκος (= γαλανομάτης), στὸ δὲ Ἡσίοδο ἡ θάλασσα λέγεται καὶ ἁπλῶς γλαυκὴχωρὶς τὸ θάλασσα. λέγεται δὲ στὸν Ὅμηρο καὶ γλαυκῶπις⁹⁴ ἡ γαλανομάτα. τὸ ἐνδιάμεσο γαλάζιο, τὸ οὔτε βαθὺ οὔτε ἀνοιχτό, ἀλλ̉ ἰδανικό, λεγόταν κυανοῦνἀπὸ τὸν κύανον, τὸ προειρημένο μετάλλευμά του. οἱ ὀνομασίες τοῦ χρώματοςγαλάζιος καὶ γαλανὸς εἶναι νεοελληνικές. ἡ ἐπίτευξι γαλάζιας βαφῆς στὴν ἀρχαιότητα ἦταν πάρα πολὺ δύσκολη καὶ σπάνια. γινόταν μὲ στίμμι (stibium, Sb) ἤτοι ἀντιμονίτη (τριθειοῦχο ἀντιμόνιο, Sb2S3), μετάλλευμα τοῦ ἀντιμονίου, μὲ τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα οἱ γυναῖκες ἐστιμμίζοντο, ἔβαφαν δηλαδὴ βλέφαρα καὶ βλεφαρίδες, ὅπως μαρτυρεῖται στὴν Π. Διαθήκη⁹⁵, κι ὅπως ἀνευρίσκεται σὲ μινωϊκὲς χρωστικὲς παραστάσεις γυναικῶν. στὶς μινωϊκὲς ἀρχαιότητες τὸ γαλάζιο χρῶμα βρίσκεται καὶ σὲ χρωστικὲς τοιχογραφίες καὶ σ̉ ἕνα ἐπιτραπέζιο παιχνίδι σὰν τὸ τάβλι βαμμένο γαλανόλευκο σὰν τὴν ἑλληνικὴ σημαία. πάντως τὸ γαλάζιο χρῶμα στὴν τέχνη καὶ στὴ χρῆσι ἦταν σχεδὸν ἀνύπαρκτο. οἱ ἀρχαῖοι ἔβλεπαν τὸ γαλάζιο χρῶμα ἄφθονο στὸν οὐρανὸ στὴ θάλασσα στὰ γαλάζια λουλούδια τῆς ὑπαίθρου στὰ γαλάζια μεταλλεύματα καὶ πετράδια, καὶ στὸ οὐράνιο τόξο, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ τὸ χαροῦν στὴ χρῆσι τους. γι̉ αὐτὸ καὶ κάθε τὶ τὸ γαλάζιο τὸ θεωροῦσαν πολύτιμο. ἡ γαλάζια μελάνη ἦταν ἄγνωστη ἀκόμη καὶ στὸ Βυζάντιο⁹⁶. δὲν ἀνευρίσκεται σὲ ἀρχαῖα χειρόγραφα περγαμηνὰ ἢ χάρτινα. συναντᾶται τὸ χρῶμα σπανίως σὲ μικρογραφίες (μινιατοῦρες) χειρογράφων, ἀλλὰ δὲν εἶναι μελάνη γραφῆς.
41 Η’. Ἰῶδες. τὸ ἰῶδες χρῶμα, τὸ τελευταῖο πρὸς τὰ μέσα τοῦ οὐρανίου τόξου, ποὺ ὠνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὸ ἴον (εἶδος βιολέττας), δηλαδὴ τὸ λιλὰ ἢ μὼβ ἢδαμασκηνὶ ἢ μελιτζανί, ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ γύρω στὸ 300 π.Χ. ἀπὸ τὸ Θεόφραστο κι ἀπὸ τὸ Δημόκριτο τὸν Ἐφέσιο. ὁ Θεόφραστος γνωρίζει τὸ φυσικὸ ὑπόδειγμα τοῦ χρώματος, ἀλλὰ δὲν φαίνεται ἂν γνωρίζει καὶ τὴ χρωστικὴ οὐσία ποὺ γνωρίζει ὁ Δημόκριτος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ἰοβαφῆ ὑφάσματα καὶ ἰοβαφεῖςχιτῶνες⁹⁷. στὴ φύσι βέβαια ἔβλεπαν τὸ χρῶμα αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι στὸ οὐράνιο τόξο καὶ σὲ πολλὰ λουλούδια (ἴον, κολχικόν, κυκλάμινον, μολόχα, γαϊδουράγκαθο, κλπ.) καὶ σὲ πετράδια, ἀλλὰ στὴν τέχνη τὸ ἐπιτύχαιναν δύσκολα καὶ σπάνια.
42 Αὐτὰ τὰ παραπάνω γιὰ τὶς ὀχτὼ ὁμάδες χρωμάτων στοὺς ἀρχαίους. ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ ἄλλα περίεργα ὀνόματα μιγαδικῶν καὶ δυσκαθορίστων χρωμάτων, λ.χ. τεφρὸν καὶ μύινον καὶ κίλλιον ἢ ὀνάγρινον, δηλαδὴ σταχτὶ καὶποντικὶ καὶ γαϊδουρί, ὅπως λέμε κι ἐμεῖς σήμερα ἀηδονὶ σομὸν (χρῶμα τοῦ ψαριοῦ σολομοῦ) κοκκαλὶ ζαχαρὶ σταχτὶ κανελλὶ μουσταρδὶ σάπιο μῆλο σκατὶ καὶ χακί. διότι ἕνα δυσκαθόριστο χρῶμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει καὶ εἰδικὴ λέξι, τὸ λὲς συνήθως ἀπὸ τ̉ ὄνομα τοῦ φυσικοῦ του ὑποδείγματος. ἔλεγαν ἐπίσης οἱ ἀρχαῖοι καὶ χρώματα μὲ ὀνόματα πόλεων καὶ ἄλλων τόπων, ὅπως Μῆλος ἢ Μήλιον (λευκό), Ἰνδικόν (μαῦρο), Ἀττικόν (κίτρινο), Ἐρέτρια (κίτρινο), Ἀρμένιον (κόκκινο), Παραιτόνιον (κόκκινο), καὶ Σινώπη ἢ Σινωπικὸν (κόκκινο)98, ὅπως τώρα λέμε χρῶμα Μπορντώ, ἀεροπορίας, κλπ., τὰ ὁποῖα μερικὲς φορὲς εἶναι πολὺ δυσπροσδιόριστα.
43 Τὰ χρώματα τῆς ἴριδος, δηλαδὴ τοῦ οὐρανίου τόξου, ποὺ εἶναι, ὅπως εἶπα, ἀνάλυσι τοῦ ἡλιακοῦ φωτός, ἀπ̉ ἔξω (τὸ κυρτὸ) πρὸς τὰ μέσα (τὸ κοῖλο) εἶναι τὰ ἑξῆς ἑφτά˙ κόκκινο κρόκινο κίτρινο πράσινο οὐρανὶ θαλασσὶ ἰῶδες.
44 Τὰ 9 κύρια χρώματα, μὲ τὸ γαλάζιο ἀναλυμένο σὲ δύο, θαλασσὶ καὶ οὐρανί, τὸ καθένα μὲ τὸ κυριώτερο φυσικό του ὑπόδειγμα εἶναι τὰ ἑξῆς.
λευκό˙ χιόνι
|
πράσινο˙ βλάστησι
|
μαῦρο˙ καπνιά
|
οὐρανί˙ οὐρανός
|
κόκκινο˙ αἷμα
|
θαλασσί˙ θάλασσα
|
κρόκινο˙ κρόκος
|
ἰῶδες˙ γαϊδουράγκαθο (ἄνθος).
|
κίτρινο˙ θειάφι
|
Λευκόν
|
ρε - υ - κο
|
ΠΥ An 615,13
|
ἄργυρος
|
α - κυ - ρο
|
ΠΥ Sa 287
|
ἐρυθρόν
|
ε - ρυ - το - ρο
|
KN As 1517,7
|
ἐρυθρά
|
ε - ρυ - τα - ρα
|
ΠΥ Sb 1315,1
|
μιλτόεσσα
|
μι - το - fε - σα
|
KN Sd 0407 + 0414, b
|
πορφύριος
|
πο - πυ - ριο
|
KN L 758,a
|
πορφύρεια
|
πο - πυ - ρε - ια
|
KN L 474
|
πυρρὸς
|
πυ - fο
|
KN As 1516, 10
|
πυρρὰ
|
πυ - fα
|
KN Ap 639, 11
|
πύρρινον
|
πυ - fι - νο
|
ΠΥ CN 655, 5
|
Κροκύλαιον
|
Κο - ρο - κυ - ρα - ι - ιο
|
ΠΥ An 656, 7
|
ξανθόν
|
κα - σα - το
|
KN C 912, 8
|
χρύσιον
|
κυ - ρυ - σο
|
ΠΥ Τa 714, 1
|
κυάνιον
|
κυ - fα - νι - ιο
|
ΠΥ Τa 714, 3
|
κύανος
|
κυ - fα - νο
|
ΠΥ Τa 714, 1
|
λευκόν
|
album
|
ἀργυροῦν
|
argenteum, candidum
|
μέλαν
|
atrum, nigrum
|
ἐρυθρόν
|
rubrum
|
κόκκινον
|
coccinum
|
πορφυροῦν
|
purpureum
|
ὑακίνθινον
|
hyacinthinum
|
θειῶδες
|
sulphureum
|
ὠχρόν
|
pallidum
|
χρυσοῦν
|
aureum
|
ξανθόν
|
flavum
|
κρόκινον
|
crocinum
|
πράσινον
|
viride, porraceum
|
σμαράγδινον
|
smaragdinum
|
κυανοῦν
|
caeruleum
|
ἰῶδες
|
violaceum
|
λευκόν | λβν |
μέλαν
|
σ̒̒ ρ
|
ἐρυθρόν
|
αδμ
|
πυρρόν
|
αδμ
|
πυρράκης
|
αδμνι
|
κόκκινον
|
σνι
|
φοινικοῦν
|
σνι
|
πορφυροῦν
|
αργμν
|
πύρινον
|
ασ
|
ὑακίνθινον
|
τκλτ
|
ὑάκινθος
|
τκλτ
|
χρυσοῦν
|
zεβ
|
ξανθόν
|
zεβ
|
χλωρὸν (χόρτος)
|
ιρq
|
λευκόν
|
πορφύρα
|
ξανθόν
|
ἔκλευκος
|
πορφυροῦν
|
πύρινον
|
ἄργυρος
|
πυρρόν
|
ὤχρα
|
μέλαν
|
πυρράκης
|
χλωρότης (χρυσίου)
|
φαιόν
|
φοινικοῦν
|
χλωρόν
|
ψαρός
|
ὑακίνθινον
|
σμαράγδινον
|
ἐρυθρόν
|
ὑάκινθος
| |
κόκκος
|
θειῶδες
| |
κόκκινον
|
χρυσοῦν
|
45 Ἀκολούθως δίνω σὲ πίνακες τὰ ὀνόματα τῶν κυρίων χρωμάτων, ὅσα ἀνευρίσκονται, στὶς προομηρικὲς ἀχαιικὲς πινακίδες, στὴ λατινικὴ τῶν ῥωμαϊκῶν κειμένων, στὴ βραχυγραφημένη βιβλικὴ ἑβραϊκή, καὶ στὴν ἑλληνόγλωσση Βίβλο (Ἑβδομήκοντα καὶ Καινὴ Διαθήκη).
46 Χρώματα ἀνευρισκόμενα στὶς ἀχαιικὲς πινακίδες
Δὲν ἀνευρίσκονται τὰ χρώματα μέλαν πράσινον ἰῶδες.
47 Τὰ κύρια χρώματα λατινιστί
48 Χρώματα ἀνευρισκόμενα στὴ Βίβλο ἑβραϊστί
Δὲν ἀνευρίσκονται κρόκινον κυανοῦν ἰῶδες. ἀνευρίσκεται ὅμως (Ἔξ 24, 10) ἡ ἔκφρασι ὥσπερ εἶδος στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ (σμιμ) τῇ καθαριότητι, μὲ τὴν ὁποία ὁ συγγραφεὺς ἐννοεῖ τὸν κυανοῦν (οὐρανὶ) σάπφιρο.
49 Ἑλληνικὰ βιβλικὰ ὀνόματα χρωμάτων (Ο’ - Κ. Διαθήκη)
50 Ἐπαναλαμβάνω, στὴ μελέτη αὐτὴ γιὰ τὰ χρώματα ἔχω σκοπὸ ἑρμηνευτικὸ ἐπὶ τῶν κειμένων καὶ ὄχι φυσικὸ ἢ χημικὸ ἢ ὀρυκτολογικό.
Πηγή: www.philologus.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου